Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεμπλέκω [apembléko] -ομαι Ρ (βλ. εμπλέκω) (συνήθ. παθ. στο απαρέμφ. αορ.) : (λόγ.) καταφέρνω να απαλλάξω κπ. από μια δυσάρεστη, μπερδεμένη και ενοχλητική κατάσταση· ξεμπλέκω2β: Είναι αδύνατο να απεμπλακεί από αυτή την ιστορία.
[λόγ. απ(ο)- εμπλέκω μτφρδ. γαλλ. désengager]