Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαργυρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απαργυρώνω [aparyiróno] aor απαργύρωσα (L)
  • remove or separate the silver fr sth, desilverize:
    • ~ ορυκτά μολύβδου
  • ⓐ remove the silver coating fr sth (syn ξασημώνω, ant επαργυρώνω):
    • ~ κοσμήματα

[fr kath απαργυρώ ← K ἀπαργυρῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες