Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαρακάλεστος, -η, -ο [aparakálestos]
- unasked, unbegged, unimplored, unrequested (syn απαρακάλετος, L απαράκλητος 1, ant παρακαλεστός):
- poem και ήταν οι ψυχές που πέρασαν | άγγιχτες και απαρακάλεστες (Palam)
[fr postmed απαρακάλεστος, cpd w. παρακαλεστός (: παρακαλώ)]
- unasked, unbegged, unimplored, unrequested (syn απαρακάλετος, L απαράκλητος 1, ant παρακαλεστός):



