Παράλληλη αναζήτηση
| 49 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωβελονιά [apanovelonjá] η, (& πανωβελονιά)
- ① overcast stitch, whipstitch, whipping:
- βιβλιοδεσία με ~ |
- ένωσε τα κομμάτια του υφάσματος με ~
- ② silk embroidery on top of another embroidery
[cpd w. βελονιά; cf πισωβελονιά, σταυροβελονιά]
- ① overcast stitch, whipstitch, whipping:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωβράκι [apanovráci] το, (& πανωβράκι & Crete, Pelop μπενοβρέκι) obsolesc
- woolen or denim breeches or trousers:
- έκοβε τ' αλατζαδένια πανωβράκια του αντρός της (ATarsouli)
[fr MG απανωβράκι, cpd w. βρακί]
- woolen or denim breeches or trousers:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωγόμι [apanoγómi] το, (& πανωγόμι)
- ① additional load on pack-animals placed between the two side-loads:
- folks. κι ο ποντικός εφόρτωσε σαράντα κολοκύθια, | κι απά στο πανωγόμι του εννιά κιλά ροβίθια (Loukatos)
- ⓐ fig person who imposes himself:
- ο τάδε μάς έγινε ~
- ② fig sth in excess:
- πανωγόμι του 'ρθανε οι κληρονομιές
- ⓑ additional food, food beyond the normal:
- ακόμα δε χώνεψε, τρώει κι ~
[fr MG επανωγόμιον, cpd w. MG (also MG syn γομάριον) K, AG γόμος 'load' and suff -ιον]
- ① additional load on pack-animals placed between the two side-loads:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανώγραμμα [apanóγrama] το, (& πανώγραμμα)
- ① address written on envelopes of letters etc (syn διεύθυνση, σύσταση):
- σε κάθε αντίσκηνο πετούσε καναδυό γράμματα φωνάζοντας δυνατά το πανώγραμμα (Myriv)
- ② inscription (syn απανωγραφή, επιγραφή):
- poem βαριά τους σκέπασε της ιστορίας η πλάκα | με το πανώγραμμα κι αυτό μισοσβησμένο |
- | εδώ θαμμένη κείτεται κλ (Rotas)
[cpd w. γράμμα]
- ① address written on envelopes of letters etc (syn διεύθυνση, σύσταση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωγραφή [apanoγrafí] η, (& επανωγραφή)
- inscription, title (syn απανώγραμμα 2, επιγραφή, τίτλος):
- διάβασα την ~ του βιβλίου
[fr postmed, MG απανωγραφή]
- inscription, title (syn απανώγραμμα 2, επιγραφή, τίτλος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωγράφω [apanoγráfo] aor subj απανωγράψω
- ① write above sth, superscribe:
- έριξε εκεί με κάρβουνο το σκέδιο του καραβιού, μετρώντας μέρες και μέρες κι απανωγράφοντας τους πόντους (Vlami)
- ⓐ write the address (on letter etc):
- δεν είχε δειλιάσει να φανερώσει πώς την έλεγαν και μάλιστα ν' απανωγράψει πού καθόταν (Prevelakis)
- ② falsely inflate a debtor's account (syn απανωβάνω 2):
- ο μανάβης μας πάντα απανώγραφε
[fr postmed απανωγράφω ← MG *απανωγράφω]
- ① write above sth, superscribe:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάνωθε [apánoθe] adv (& πάνωθε & ŋalaor,
- Myrtiotissa, Athanas επάνωθε, lit & dial απάνουθε)
- ① on, upon (syn απάνω1 5):
- είδανε στο τζάκι μια φουφού και πάνωθέ της ακουμπισμένο ένα τσουκάλι (Bastias) |
- poem .. αφήνει | το μυστικό αντιφέγγισμα | που απάνωθέ σας πέφτει (Malakasis) |
- .. επάνωθέ μου σκόρπαγαν δροσάτα γιασεμιά (Myrtiotissa)
- ⓐ towards, against (syn απάνω1 6):
- poem όμοια κι ο Aντίλοχος .. χυνόταν πάνωθέ σου, | για να σε γδύσει κλ (Homer Il 15.582 Kaz-Kakr)
- ② above, over (syn απάνω1 7, απανωθιό, αποπάνω):
- γονάτισε, έσκυψε, πέρασε, στάθηκε πάνωθέ του |
- άπλωσε τα χέρια του πάνωθέ τους ευλογητικά (Myriv) |
- το λεπίδι κρεμότανε μετέωρο πάνωθέ μας (Terzakis) |
- τα κυπαρίσσια πάνωθέ του σχημάτιζαν παράξενα συμπλέγματα (SPapageorgiou) |
- poem .. εβράδιαζε στον κάμπο | κι απλώνονταν ~ νεφέλη (Sikel) |
- .. ο αϊτός τετράπλατος σαλεύει | ~ από πεύκα και γκρεμά (KChatzop) |
- ο ήλιος ~ αβασίλευτος (Skipis)
- ③ away fr, off (syn αποπάνω):
- τινάζουν πάνωθέ τους την πρόσκαιρη ατονία (Karagatsis) |
- δεν μπορούσα να βγάλω μονομιάς πάνωθέ μου κάθε φιλοδοξία (Lambridi) |
- poem γελούσε ο πολέμαρχος κ' έριχνε τα μάγια απάνωθέ του (Kazantz Od 15.982) |
- θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα (Elytis)
[fr MG επάνωθεν & απάνωθεν (& -θε) ← ἀπάνωθεν, PatrG (2nd to 4h c.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωθιό [apanoθjó] adv (& απανουθιό)
- above, over (syn in απάνωθε 2):
- κρέμονται απανουθιό του οι κοκκινόβραχοι του γκρεμού (Krystallis) |
- folks. άρχεψε νιος να την φιλά στα μάτια και στα φρύδια | κ' ένα πουλί, χρυσό πουλί ~ και λέγει (DPetrop) |
- poem θαυμάζουν τ' άστρα, που το φως ~ του απλώνουν (Markoras)
[fr MG απανωθιό ← απανωθεόν, der of MG επάνωθεν]
- above, over (syn in απάνωθε 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωθύρι [apanoθíri] το, (& πανωθύρι) archit & build.
- window above lintel, transom window, transom (near-syn φεγγίτης)
[cpd w. θυρί (: θύρα); cf παραθύρι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωκαμίλαυκο [apanokamílafko] το, (επανωκαμίλαυκο, πανωκαμίλαυκο & απανωκαλίμαυχο) eccl
- piece of light fabric worn by Orthodox priests or monks over their headgear:
- ο καλόγερος φορεί για την υπηρεσία αυτή την επίσημη στολή του, το επανωκαλίμαυχο (Papantoniou, adapted) |
- πριν μοιράσει τ' αντίδωρο, ο δεσπότης φόρεσε το πανωκαμίλαυκο (Bastias)
[fr MG επανωκαμελαύκιον, cpd w. MG καμελαύκιον; form -λίμαυχο, cpd w. καλυμμαύχιον, folket form of καμιλαύκιν]
- piece of light fabric worn by Orthodox priests or monks over their headgear:



