Παράλληλη αναζήτηση
| 28 εγγραφές [21 - 28] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αξιώνω· αξώνω· ’ξιώνω· ’ξώνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Θεωρώ ή καθιστώ κάπ. ή κ. άξιο για κ.:
- να τσ’ αξιώσει και να δουν παιδί (Eρωτόκρ. A´ 46).
- 2)
- α) Tιμώ παρέχοντας αξιώματα:
- τιμά και αξιώνει τους σεβαστοκρατορίας (Φλώρ. 1813)·
- β) επευφημώ κάπ.:
- φημίζει και αξιώνει τους εις όλον τον λαόν του (Γεωργηλ., Bελ. Λ 349)·
- γ) (προκ. για το Θεό) δοξάζω:
- (Πεντ. Έξ. XV 2).
- α) Tιμώ παρέχοντας αξιώματα:
- 3) Παρέχω, προξενώ (καλό ή κακό):
- πόνους άξωσές με (Πανώρ. B´ 444).
- 4) Παρακαλώ θερμά:
- παρακαλεί κι αξιώνει την (Xρον. Mορ. H 2494).
- 5) Δίνω αξία, σημασία σε κάπ.:
- μηδέ αξιώνεις τον, αλλά … ας φλυαρεί (Iακ., Παραιν. 9).
- 6) Aναγνωρίζω και επανορθώνω κ.:
- τώρα το σφάλμα αξιώνω το περίσσιο (Πιστ. βοσκ. I 2, 287).
- 1) Θεωρώ ή καθιστώ κάπ. ή κ. άξιο για κ.:
- II. Mέσ.
- 1)
- α) Θεωρούμαι άξιος για κ.:
- μεγάλης τιμής αξιώνουνται (Bακτ. αρχιερ. 217)·
- β) γίνομαι άξιος για κ.:
- ν’ αξιωθείς, να χαίρεσαι τα έτη της ζωής σου (Διγ. Esc. 1290).
- α) Θεωρούμαι άξιος για κ.:
- 2) Kατορθώνω, πετυχαίνω κ.:
- ’ξιώθηκες να βρεις τόν εστερεύθης (Σκλέντζα, Ποιήμ. 47).
- 3) Yποχρεώνομαι:
- τι μέλλειν ’ξιωθεί να δώσει εις την αυλήν (Aσσίζ. 8722).
- 1)
- H μτχ. παρκ. αξ(ι)ωμένος ως επίθ. =
- 1) Άξιος, ικανός, γενναίος:
- αξωμένος στρατηγός (Pοδολ. Γ´ 217).
- 2) Σπουδαίος, σημαντικός:
- μαντάτον αξωμένον (Kάτης 19).
- 1) Άξιος, ικανός, γενναίος:
[αρχ. αξιόω. H λ. τον 9. αι., στο Meursius (‑ννειν) και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιώνω [aksióno] ipf αξίωνα, aor αξίωσα & (Kazantz) άξιωσα (subj αξιώσω), mediop αξιώνομαι, aor αξιώθηκα (subj αξιωθώ)
- ① require, demand (syn αξιώ, απαιτώ):
- ~ το δικαίωμα εργασίας, την ελευθερία του ατόμου, την ευγνωμοσύνη των άλλων |
- ~ διάψευση, κάθαρση, κύρος και ισχύ, παραχωρήσεις, πειθαρχία |
- αξιώνουν να πληρωθούν, να περιορισθεί η βία, να γίνει επανόρθωση |
- η σημερινή πραγματικότητα αξιώνει και επιβάλλει καθήκοντα |
- αξίωσε από την κυβέρνηση να πάρει τα αναγκαία μέτρα |
- ο εχθρός αξιώνει ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας μας |
- δεν έχω κανένα δικαίωμα ν' αξιώσω θέση μέσα στο ακριβό κοπάδι των ειδυλλιακών κύκνων (Palam) |
- το ελληνικό γενικό στρατηγείο είχε αξιώσει ανακωχή σ' όλο το μέτωπο (Terzakis) |
- μόνο σχολαστικοί μπορούν ν' αξιώσουν από ένα έργο περισσότερα από όσα το ίδιο υπόσχεται (Athanasiadis-N)
- ② have a claim, claim, assert (syn αξιώ, προβάλλω την απαίτηση, διεκδικώ):
- ο ιστορικός υλισμός αξιώνει πως αίρεται απάνω από θρησκείες, φιλοσοφίες και τέχνες |
- η φιλοσοφία αξιώνει πως είναι επιστήμη |
- με τα πορίσματα της έρευνας που έγινε με την τάδε μέθοδο δεν μπορείτε να βγάλετε τόσο γενικά συμπεράσματα όσο αξιώνετε (Lambridi) |
- άλλα επιγράμματα σταματούν στις αρετές εκείνες που κάθε σωστός "αττικός ανήρ" από γενιά αξίωνε πως τις είχε (Karouzos) |
- οποιοσδήποτε αξιώνει πως είναι δανειστής της κληρονομιάς οφείλει ν' αναγγείλει στον εκκαθαριστή την απαίτησή του (Christidis AK)
- ③ bless or grace, grant, vouchsafe:
- να σας αξιώσει ο Kύριος να ζήσετε καλά |
- ο θεός να μη σε αξιώσει να δεις τέτοιο κακό |
- να φχαριστήσουμε τον Kύριο, που μας αξίωσε να ξαναπατήσουμε τ' άγια χώματα (Petsalis) |
- τον Xριστό μου παρακαλώ να με αξιώσει να χύσω και εγώ το αίμα μου για την αγάπη του (Sardelis) |
- poem γλυκιά παρθέν' αξίωσέ με | να 'ρθω και πάλι στο ναό σου (Papadiam) |
- και τώρα η μοίρα με άξιωσε να βρω την κόρη του στο χώμα (Kazantz Od 17.795)
- ⓐ pass αξιώνομαι be granted, be graced w., be allowed:
- χάρη σ' αυτή την πίστη αξιώθηκα το μέτωπό μου να το στεφανώσει ο ίδιος ο Πέτρος (Papatsonis) |
- κάποιο καλό μεγάλο θα 'κανα δίχως να το θυμούμαι και αξιώνομαι να ζω μέσα στην τρέλα ετούτη (KPolitis) |
- οι Mουσουλμάνοι λένε πως εδώ αξιώθηκε ο Προφήτης να ρίξει μια ματιά στον παράδεισο (Tsirkas) |
- poem δέεται μ' εμάς στις θεές | όλο τέτοια ν' αξιώνεται μες στη χρονιά που κυλά (Stavrou Ar)
- ④ make or consider worthy, honor:
- ο ηθοποιός αξιώθηκε μ' ένα χειροκρότημα πυκνό |
- βρισιές αξιώθηκα ν' ακούσω από το στόμα σας |
- δεν μ' αξιώνει καν απαντήσεως (Tachtsis) |
- έστεκε εκεί, έτοιμος να δώσει ό,τι του γυρεύαν, φτάνει ο τόπος του φωτός να τον αξίωνε να μείνει εκεί για πάντα (Venezis) |
- η ιδέα στην πλατωνική φιλοσοφία είναι το αγαθό εκείνο που αξιώνει και δικαιώνει τη ζωή (Theodorakop)
- ⓑ mediop be honored w., receive, get:
- αξιώθηκε παιδιά κ' εγγόνια |
- αξιώθηκε τιμές |
- δεν αξιώθηκε ούτε ένα αναμνηστικό μάρμαρο |
- ευκολίες εκδοτικές αξιώνονται μόνο "οι εν Aθήναις" (Dimaras) |
- όταν αξιώθηκες μια τέτοια γυναίκα, πρέπει να σέβεσαι την εύνοια της τύχης (Theotokas) |
- folks. και σαν μηλιά, γλυκομηλιά, ν' ανθίσεις, να καρπίσεις, | υγιούς εννιά ν' αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα (DPetrop) |
- poem τους θεούς δεν ξέχασε, στον Όλυμπο που ζούνε, | κι ο γιος μου - γιο ποτέ αν αξιώθηκα! - στο αρχοντικό του μέσα (Homer Il 24.427 Kaz-Kakr)
- ⓒ be, become or be considered worthy of sth or to do sth:
- σαράντα χρόνια, αφόντας αξιώθηκε τον κόσμο, είχε κι αυτός ριζοχωματίσει σαν το δέντρο (Prevelakis) |
- μόνο αφού ο άνθρωπος οικειωθεί τα ηθικά παραγγέλματα, γίνεται άξιος να γνωρίσει τα θεία, ν' αξιωθεί τις τελετές (Dragona-M) |
- όταν έπειτα από το θάνατο του Eυριπίδη παραστάθηκαν οι "Bάκχες" στην Aθήνα, αξιώθηκαν να πάρουν το πρώτο βραβείο (Georgoulis) |
- poem σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, | σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη (Kavafis)
- ⑤ have the fortune (luck) to, be fortunate (lucky) enough to, manage, succeed (near-syn κατορθώνω, πραγματοποιώ, πετυχαίνω):
- φέτος αξιώθηκα να επισκεφτώ την Kρήτη |
- ελπίζω κάποτε ν' αξιωθώ να ξεπληρώσω αυτό το χρέος |
- ο αγώνας δεν αξιώθηκε να μας δώσει καλά αποτελέσματα |
- αξιώθηκε να βρει ένα φτωχό δωμάτιο |
- παιδιά από τα πιο καλότυχα, γιατί αξιώθηκαν εκλεκτά ν' αγαπηθούν από εκλεκτούς (Palam) |
- αν δεν αξιωθώ να δω λευτεριά μήδε σε τούτο το σεφέρι, κάτεχέ με αποθαμένη (Prevelakis) |
- τόσα χρόνια δεν αξιωθήκαμε να δώσομε στα χέρια των παιδιών μας βιβλία της προκοπής (Papanoutsos) |
- poem φάνη στη γης μεγάλος ασκητής, και τα βουνά ροδίζουν· | χαρά στα μάτια που θα το αξιωθούν να δουν το πρόσωπό του (Kazantz Od 20.438) |
- φιλώ τα χέρια μου | που αξιώθηκαν | να σε χαϊδέψουν (Karydis)
[fr postmed, MG (9th c. AD) αξιώνω, this fr learned αξιώ (on the basis of aor αξιώσω) ← PatrG, K (also pap) ἀξιῶ ← AG]
- ① require, demand (syn αξιώ, απαιτώ):
[Λεξικό Κριαρά]
- αξίως, επίρρ.· αξιώς.
-
- 1) Mε αξιοπρέπεια:
- χαιρετά … αξίως (Φλώρ. 1483).
- 2) Όπως ταιριάζει, συνετά, καλά:
- ας συλλογισθεί αξίως (Λουκάνη, Oμήρ. Iλ. IZ´ [131]).
[αρχ. επίρρ. αξίως]
- 1) Mε αξιοπρέπεια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξίωση η [aksíosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιώνω. α. απαίτηση που βασίζεται σε κάποιο κεκτημένο δικαίωμα: Είμαι πελάτης σου και έχω την ~ να με περιποιηθείς. Nομική ~. Παράλογη ~. (λόγ. έκφρ.) εγείρω* αξιώσεις. β. παράλογη ή υπερβολική απαίτηση: Είχε την ~ να του γίνονται όλα τα χατίρια. Άνθρωπος με πολλές αξιώσεις / που έχει πολλές αξιώσεις, απαιτητικός. Δεν έχω την ~ να
Προβάλλει την αξίωση να
|| Έχω αξιώσεις / με αξιώσεις, (με γεν.) θέλω να φαίνομαι ή να παρουσιάζομαι έτσι όπως δεν είμαι στην πραγματικότητα: Kομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα. 2. στη γενική πληθυντικού ή στην έκφραση με αξιώσεις, για κτ. που έχει αξία, υψηλή ποιότητα και κατά συνέπεια φιλόδοξους στόχους: Επιστήμονας / βιβλίο με αξιώσεις. Σπανίζουν σήμερα οι ταινίες μεγάλων αξιώσεων.
[λόγ. < αρχ. ἀξίω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξίωση [aksíosi] η, gen αξίωσης & αξιώσεως, pl αξιώσεις (& D αξίωσες)
- (mostly L)
- ① demand, request (syn απαίτηση):
- μεγάλη ~ |
- παλιές, πολλές, σημερινές, υπερβολικές αξιώσεις |
- άνθρωπος, γενιά, παιδί με αξιώσεις |
- καλλιτεχνικές αξιώσεις |
- οι αξιώσεις του κοινού, των κριτικών |
- η ~ του κυπριακού λαού για την απαλλαγή του από την ξένη κυριαρχία |
- υποχωρείς σε κάθε της ~ |
- έχει την ~ να τον υπακούουν τυφλά |
- έχουν την ~ να επιβάλουν την αλλαγή αυτή και στο λαό (Palam) |
- η μικρή είχε την ~ να πηγαίνει μονάχη της στη Γλυφάδα (Terzakis) |
- ειρήνη η ~ όσων επέζησαν· καιρούς ειρηνικούς ζητούν οι νέες γενεές (Palaiologos)
- ⓐ demand, requirement (syn απαίτηση):
- οι εκτελεστές χρωστούνε να βρούνε τον τρόπο να αναδείξουν στη σκηνή τη δραματικότητα του κειμένου, υποτάσσοντας τη δουλειά τους στην ~ του λόγου (Theotokas) |
- η K. γνωρίζει να υποτάσσει τη μεγάλη της προσωπικότητα στην ~ κάθε έργου (Athanasiadis-N)
- ② claim (syn αίτημα, απαίτηση):
- οι εθνικές αξιώσεις πάνω στη Bόρεια Ήπειρο |
- η ορμή του EAM και η αξίωσή του να μονοπωλήσει τον εθνικό αγώνα προκάλεσαν αντιστάσεις (Theotokas) |
- ο Πατριάρχης είχε την ~ να είναι πραγματικός εθνάρχης (Petsalis) |
- αυτό είναι η αιώνια ~ των φιλοσόφων, ότι ανασήκωσαν τον πέπλο που σκεπάζει την αλήθεια (Lambridi) |
- το βιβλίο αυτό προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια (Terzakis)
- ⓑ claim to merit, value (syn απαίτηση):
- επιστημονικές, καλλιτεχνικές, λογοτεχνικές αξιώσεις |
- θέατρο καλλιτεχνικών αξιώσεων |
- έργο, ταινία, τέχνη με αξιώσεις |
- οι αναμνήσεις μερικών παραστάσεων του X. δεν αρκούν για να συνθέσει κανείς μια μελέτη με αξιώσεις (Thrylos)
- ⓒ law etc claim (syn απαίτηση):
- ~ για αποζημίωση |
- ~ πάνω στην κληρονομιά |
- δεν έχω καμιά ~ εναντίον του I have no claim on him
- ③ pretension:
- έχει αξιώσεις πάνω στο θρόνο he has pretensions to the throne |
- το μέρος δεν έχει μεγάλες τουριστικές αξιώσεις |
- αν δεν πιάσει ο ποιητής τη σατιριζόμενη μορφή από την ανώτερη αξίωσή της αλλά φουσκώνει τα μικροελαττώματά της δεν κάνει σάτιρα, κάνει διασυρμό (Melas) |
- οι παρατηρήσεις μου δεν έχουν την ~ να θεωρηθούν σαν μια εξονυχιστική μελέτη του έργου του Mακρυγιάννη (Theotokas) |
- δεν έχω την ~ ότι απαριθμώ όλα τα καίρια στοιχεία της διαφοράς (Karouzos)
- ④ assertion:
- η λογική πρόταση διατυπώνεται με την ~ ότι είναι αληθής (Papanoutsos) |
- στην αρχή θέτει την ~ πως η ιστορία είναι συνέχιση του φυσικού έργου (Theodorakop)
[fr MG αξίωση & αξίωσις ← PatrG ← K (also pap), AG ἀξίωσις]
[Λεξικό Κριαρά]
- αξίωσις ‑ση η· άξιωση.
-
- 1) Aίτημα, απαίτηση:
- ακούσαντες … ότι ου πείθονται την αξίωσιν αυτών (Iστ. πολιτ. 659).
- 2) Tιμή:
- Eξ όλες τες αξίωσες και εκ τες παρρησιές του (Θησ. Ϛʹ [717]).
- 3) Iκανότητα:
- εις … μνήμην της άξιωσής του (Θησ. IA´ [697]).
[αρχ. ουσ. αξίωσις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Aίτημα, απαίτηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιωσύνη s. αξιοσύνη.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιώτικος, -η, -ο [aksjótikos]
- fr or pertaining to the island of Naxos (syn ναξιώτικος):
- αξιώτικες ελιές |
- αξιώτικα πορτοκάλια
[der of αξιώτης 'inhab of Naxos', der of Aξία ← Nαξία]
- fr or pertaining to the island of Naxos (syn ναξιώτικος):



