Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξιάδα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιάδα [aksjáDa] η, (region. & lit αξάδα)
  • ability, capability, prowess (syn αξιά 2, αξιοσύνη 2):
    • η γριά το χε απ' ανέκαθε μέσα στην καρδιά της το παλληκάρι για την προκοπή και την ~ του (Christomanos) |
    • ήρθε η ώρα η μεγάλη να φορέσει το σκάφαντρο κι ο Πίκουρης και να δείξει την αξάδα του (Zappas) |
    • poem σα νά 'ρθα κι αρματώθηκα σε κλέφτικο λημέρι, | νοιώθω ν' αξαίνει η αξάδα μου κ' εγώ δεν ξέρω πούθε (Athanas)

[der of άξιος; cf φρεσκάδα (: φρέσκος), γλυκάδα (: γλυκός) etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go