Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόργανο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανόργανο [anórγano] το,
  • that which is inorganic, the inorganic (ant οργανικό):
    • χάσμα χωρίζει το ~ από το οργανικό, δηλαδή την απλή ύλη από τη ζωή (Theodorakop) |
    • η νόηση έχει κύριο αντικείμενο το ~, το στερεό (Theodoridis) |
    • την ύπαρξη της ζωής την απέδωσε και στα ανόργανα (Lambridi) |
    • ακούω αυτό το μηδέν να μου στέλνει σήματα ότι θα χαθώ αγκαλιασμένος με όλα τα οργανικά και ανόργανα αυτής της απειροελάχιστης γης σ' έναν χορό του Zαλόγγου προς το χάος (TAthanasiadis)

[fr kath το ανόργανον, substantiv. n of ανόργανος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοργανογενής, -ής -ές [anorγanoyenís] (L)
  • not derived fr living organisms, inorganic:
    • petrogr ασβεστόλιθος ~inorganic limestone

[fr kath (neol), cpd of ανόργανος & -γενής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανόργανος 1 -η -ο [anórγanos] Ε5 : που γίνεται χωρίς ειδικά όργανα. ANT ενόργανος: Aνόργανη γυμναστική.

[λόγ. < ελνστ. ἀνόργανος `που δε χρησιμοποιεί όργανα, εργαλεία΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανόργανος 2 -η -ο : (χημ.) που δεν προέρχεται από ζωική ή φυτική ύλη. ANT οργανικός: Aνόργανη φύση. Aνόργανα στοιχεία / σώματα. || Aνόργανη χημεία, ο ένας από τους δύο μεγάλους κλάδους της χημείας, ο οποίος μελετά όλα τα χημικά στοιχεία εκτός από τον άνθρακα και τις ενώσεις του.

[λόγ. αν- (δες α- 1) οργαν(ικός) -ος μτφρδ. αγγλ. inorganic]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανόργανος, -η (& kath -ος), -ο [anórγanos] (L)
  • ① concerning or composed of or containing inorganic material, inorganic (ant οργανικός):
    • ~ χημεία inorganic chemistry |
    • η ~ χημεία ασχολείται με τα ορυκτά |
    • η ζωή κ' η αίσθηση πρόβαλαν αργότερα από τον ανόργανο κόσμο (Theodoridis) |
    • οι φυσικοί και οι μαθηματικοί νόμοι ισχύουν στον ανόργανο κόσμο (Evelpidis) |
    • ο αισθητός κόσμος ο ~ επαναλαμβάνεται σταθερά και είναι αναστροφικός (Tatakis) |
    • οι ξένοι μπορούν να βλέπουν οποιοδήποτε άγαλμα έξω από τον ανόργανο παράγοντα που το δημιούργησε ή με τον οποίο υπάρχει (Papantoniou) |
    • ~ (or ανόργανη) ύλη inorganic matter |
    • έχομε τη σφαίρα της ανόργανης ύλης, της μηχανικής πραγματικότητας με τους φυσικούς της νόμους (Theodorakop) |
    • από την ανόργανη ύλη ξεφύτρωσε η ζωή γενικά (Lambridi) |
    • τα φαινόμενα της μορφολογικής διάπλασης είναι ποιοτικά, βασικά διάφορα από τα φαινόμενα της ανόργανης ύλης (id.) |
    • σε μερικά από τα λευκώματα υπάρχουν σε πάρα πολύ μικρές ποσότητες και ανόργανες ουσίες, όπως το θειάφι, ο φωσφόρος, το σίδερο, το ιώδιο κλ (Saratsis) |
    • ανόργανα στοιχεία (των θαλασσίων ζώων έναντι εκείνων του βοείου κρέατος) |
    • ανόργανα άλατα (ασβέστιο, φωσφόρος, μαγνήσιο) mineral salts, minerals |
    • ανόργανα σύμπλοκα άλατα |
    • δεν παίρνει αρκετές πρωτεΐνες, βιταμίνες και ανόργανα άλατα (Γυναίκα) |
    • νεκρό ή ανόργανο αντικείμενο |
    • poem [τα ριζίδια των δέντρων] απομυζούν όλο το ανόργανο πια υλικό του πεθαμένου | και το ανεβάζουν ψηλά στο θαύμα της φωτοσύνθεσης | που λέγεται χλωροφύλλη! (DChampoulidis)
  • ⓐ not being or composed of or containing living organisms, non-organic, inorganic (ant ενόργανος, οργανικός):
    • ανόργανη ζωή (ant οργανική ζωή) |
    • αν η οργανική ζωή είναι πιο πολύπλοκη από την ανόργανη, η κοινωνική ζωή των ανθρώπων είναι ακόμα περισσότερο (Evelpidis) |
    • όχι μόνο στα οργανικά όντα, αλλά και στις ανόργανες συνθέσεις υπάρχει το νερό (Lambridi) |
    • ο ένας από τους δύο κλάδους των φυσικών επιστημών περιλαβαίνει τα φαινόμενα της ανόργανης φύσης, τη θεωρητική φυσική, τη μηχανική, την πυρηνική, τη χημεία, την αστρονομία κλ (id.) |
    • υπάρχει ο κόσμος στην πρώτη φάση του σαν φύση ανόργανη (Despotop) |
    • στην ευρύτερη έννοια τα πάντα έχουν ιστορία |
    • ό,τι μεταβάλλεται εν χρόνω, και η ανόργανη ακόμα φύση (Tsatsos) |
    • ανόργανα σώματα (ant ενόργανα σώματα) |
    • με την εξέλιξη το ανόργανο μετασχηματίσθηκε (κάποτε) σε οργανικό ον (Papanoutsos) |
    • και τα ανόργανα όντα πλάθονται· η πλαστικότητά τους όμως είναι μηχανική, οφείλεται στην επενέργεια εξωτερικών φυσικών αιτίων και δυνάμεων (Tatakis) |
    • νεκρή φύση δεν υπάρχει στην τέχνη, μια που τα αντικείμενα-θέματα είτε ενόργανα είτε ανόργανα πλάσματα .. είναι εξίσου ζωντανά, αν τους φυσήξεις καλλιτεχνική πνοή (Karantonis)
  • ② not organized, not integrated, inorganic:
    • η γαλλική επανάσταση έφερε την αρχή της ανόργανης ισότητας μεταξύ των ανθρώπων (Theodorakop) |
    • ένας άνθρωπος έξω από το αυτοκίνητο σου φαίνεται πλάσμα λειψό, σαν κάτι το ανόργανο (Karantonis) |
    • την αισθητική αντιστροφή παρεξήγησε ο Demus, όταν είπε ότι η βυζαντινή αρχιτεκτονική είναι "κρεμάμενη αρχιτεκτονική" και γι' αυτό ανόργανη σε σύγκριση με τη γοτθική που ελαφρώνει προς τα άνω οργανικά ή την ελληνική όπου φέροντα και φερόμενα ισορροπούν (Michelis) |
    • με το πέσιμο των πτυχών στα δεξιά σχηματίζεται ένα χαλαρό και ανόργανο σχήμα (Despinis) |
    • υπάρχουν περιπτώσεις ανόργανης σύνδεσης πέτρας και επιγραφής (Charitonidis)
  • ③ without instruments or tools (ant L ενόργανος):
    • ~γυμναστική gymnastics without apparatus (ant ενόργανος γυμναστική) |
    • milit ~πτήση visual flight |
    • στήνανε αφτί ν' ακούσουμε τη μικρή νεανική συντροφιά που σταματούσε από γωνιά σε γωνιά, σε παράμερα δρομάκια ή άλλους τόπους, με μια κιθάρα ή και ανόργανη (Panagiotop)

[fr K, PatrG ἀνόργανος 'without organs; without body parts']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες