Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανω
137 εγγραφές [31 - 40]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανώδυνος, -η, -ο [anóDinos] (L)
  • ① causing no (physical) pain, painless (ant επώδυνος 1, οδυνηρός 1):
    • ~ θάνατος, τοκετός |
    • ανώδυνη εγχείρηση |
    • ανώδυνη μέθοδος διαγνώσεως |
    • ανώδυνη εξαγωγή δοντιού
  • ② fig causing no anguish or pain (mental, moral etc), painless (ant επώδυνος 2, οδυνηρός 2):
    • ~ χωρισμός |
    • ανώδυνοι ενδοιασμοί |
    • ανώδυνη ειρωνεία, κωμωδία, σάτιρα |
    • ανώδυνη ασυδοσία, διευθέτηση, περιπέτεια |
    • ανώδυνες δηλώσεις, παρατηρήσεις, φωτογραφίες |
    • ανώδυνα θέματα για συζήτηση |
    • ανώδυνες μεταβολές καθεστώτων |
    • ανώδυνη επίδειξη αντιδυναστικών αισθημάτων |
    • η ανώδυνη για τη χώρα εποχή διαμάχης στην Eυρώπη |
    • τα έθιμα του θανάτου αποβλέπουν στο να εξασφαλίσουν στην ψυχή μιαν ανώδυνη μετάβαση και ζωή στο νέο της τόπο (Loukatos) |
    • με την επενέργεια του τραγικού θεάματος τα συναισθήματα του ελέου και του φόβου .. γίνονταν διαθέσεις ήρεμες, ανώδυνες (Papanoutsos)
  • ③ insignificant, inconsequential (syn ασήμαντος):
    • ανώδυνα και ουδέτερα κείμενα |
    • το ανώδυνο αισθηματάκι της δείνα |
    • η υπόθεση δεν είναι τόσο ανώδυνη όσο φαίνεται |
    • το πρόβλημα της αξίας δεν είναι τόσο ανώδυνο όσο το πρόβλημα του όντος (Papanoutsos) |
    • τα μικρά συμπτώματα ομαδικής υστερίας του Mεσαίωνα είναι απατηλά ανώδυνες εκδηλώσεις μιας γενικότερης επιβουλής (Terzakis, adapted) |
    • πολλές υπάρξεις πραγματοποιούν μόνο περιστατικές, υπηρεσιακές, περίπου ανώδυνες επαφές (Panagiotop)

[fr kath ανώδυνος ← MG, K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωδύνως [anoDίnos] adv (L)
  • ① in a manner not causing physical pain, painlessly
  • ② fig in a manner not causing problems or mental anguish, smoothly, painlessly (syn ανώδυνα 2):
    • οι κεφαλαιοκράτες για να διασώσουν τα κέρδη του εγωισμού και της κακίας ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει το όριο όπου ο εγωισμός μπορεί να καταργηθεί ~ (Tsatsos)

[fr kath ανωδύνως ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνωθε s. άνωθεν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνωθεν [ánoθen] επίρρ. : (λόγ.) από επάνω, από ψηλά, κυρίως σε στερεότυπες εκφορές: Οι εντολές έρχονται ~, από ανωτέρους. || (ως επίθ.): Οι ~ εντολές. Περιμένουν την ~ βοήθεια, από το Θεό. || (ως ουσ.) οι άνωθεν, οι ιεραρχικά ανώτεροι.

[λόγ. < αρχ. ἄνωθεν]

[Λεξικό Κριαρά]
άνωθεν, επίρρ.· άνωθε· άνωθι.
  • 1)
    • α) Στο επάνω μέρος:
      • (Παϊσ., Iστ. Σινά 411
    • β) προς τα επάνω:
      • (Bέλθ. 344).
  • 2) Προηγουμένως:
    • άνωθεν ερμηνεύειν (Aσσίζ. 9419).
  • 3) (Xρον. με εμπρόθ. προσδ.) κατά τη διάρκεια:
    • (Xρον. σουλτ. 1222).
  • 4) (Mε άρθρο στον πληθ.) τα ουράνια:
    • (Διακρούσ. 1101).
  • 5) (Eπιθετ.) ο μνημονευμένος:
    • (Mαχ. 25230).

[αρχ. επίρρ. άνωθεν. T. άωθε(ν) σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνωθεν [ánoθen] adv (L) (& άνωθε)
  • ① over, above:
    • το υψίπεδο άνωθε του κάμπου της Kυρηνείας |
    • καταριέμαι τους ανέμους, που διεκδικούν άνωθέ μας την επικράτησή τους (Athanas) |
    • poem .. οι πόνοι | άνωθέ μας τιναχτά αστροπελέκια | βαριά μας ζώνουν κλ (Karavidas)
  • ② ~ (L) fr a higher authority, fr high quarters, fr above, fr higher up:
    • διαταγή, εντολή ~ |
    • ~ κατευθυνόμενη προσπάθεια εκφοβισμού |
    • ~ επιβαλλόμενος νόμος
  • ⓐ ~ (Papatsonis άνωθε), fr above, fr heaven or fr the supreme being:
    • ήταν σφραγισμένος ~ για την αποστολή αυτή |
    • ο χριστιανός φιλόσοφος έχει την αλήθεια ~ (Tatakis) |
    • η πορεία του Iησού ήταν ιστορικά προγραμματισμένη ~ (Palaiologos) |
    • ο ορισμός της αγάπης έρχεται ~, ενώ ο ορισμός της φιλίας είναι καθαρά ανθρώπινος (Theodorakop) |
    • η πιο ασήμαντη γυναίκα μπορεί να είναι ανεπίγνωστα ένα σκεύος ιερό, διαλεγμένο ~ για την ύπατη θυσία του αίματος (Terzakis) |
    • poem .. απόψε .. | που άνωθε μου ζητιέται ο δίκαιος φόρος (Papatsonis)

[fr kath άνωθεν ← MG, PatrG ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωθώ [anoθó] (L)
  • to push upward, to thrust up

[fr kath ανωθώ ← K, AG, cpd of αν(α)- & ωθώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανώι το [anói] Ο45 & ανώγι το [anóji] Ο44 : (στα αγροτικά κυρίως σπίτια) ο επάνω όροφος σε αντιδιαστολή προς το κατώι. ΠAΡ Ο Mανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, για άνθρωπο που υπόσχεται ή προγραμματίζει πολλά, δεν κάνει όμως τίποτε για να τα πραγματοποιήσει.

[ανώγι: μσν. ανώγι(ν) < ελνστ. ἀνώγειον· ανώι: αποβ. του μεσοφ. [j] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώι s. ανώγι.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανωκάτωγο s. ανωγοκάτωγο.
< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες