Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντροφέρνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντροφέρνω [androférno] (of females)
  • behave like a man, have masculine manners:
    • αυτή η γυναίκα αντροφέρνει

[cpd w. combin. form -φέρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες