Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιτορπιλικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιτορπιλικός -ή -ό [anditorpilikós] Ε1 : που προστατεύει από τις τορπίλες. || (ως ουσ.) το αντιτορπιλικό, πολεμικό πλοίο με ειδικό εξοπλισμό, κατάλληλο για την καταδίωξη τορπιλοβόλων ή για την απόκρουση τορπιλών.

[λόγ. αντι- + τορπίλ(η) -ικός μτφρδ. γαλλ. contre-torpilleur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιτορπιλικός, -ή, -ό [anditorpilikós] (L) navy
  • protecting against or destroying torpedoes:
    • αντιτορπιλικό σκάφος |
    • αντιτορπιλικό δίκτυο torpedo net

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιτορπιλλικός, cpd w. τορπιλλικός (-όν σκάφος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες