Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιισταμινικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιισταμινικό [andiistaminikó] το, (L) pharm
  • antihistamine:
    • ένεση αντιισταμινικών

[substantiv. n of αντιισταμινικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιισταμινικός -ή -ό [andiistaminikós] Ε1 : που καταπολεμά την ισταμίνη: Aντιισταμινικές ουσίες.

[λόγ. < γαλλ. antihistaminique (anti- = αντι-, -ique = -ικός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιισταμινικός, -ή, -ό [andiistaminikós] (L) pharm
  • antihistaminic:
    • αντιισταμινικό φάρμακο |
    • απαγορεύθηκε η πώληση των φαρμάκων που περιέχουν την αντιισταμινική ουσία μεθαπυριλήνη

[cpd w. ισταμίνη & suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες