Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντασφαλιστής ο [andasfalistís] Ο7 : ο ασφαλιστής μέρους των υποχρεώσεων άλλου ασφαλιστή.
[λόγ. αντ(ι)- + ασφαλιστής μτφρδ. αγγλ. reinsurer ή γαλλ. réassureur]



