Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανταμείβω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταμείβω [andamívo] -ομαι Ρ4 : αμείβω κπ. για κτ. καλό που (μου) έκανε κάνοντας ή προσφέροντάς του κτ. ανάλογο· (πρβ. ανταποδίδω): Ο Θεός να σ΄ ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου. Ελπίζω να με ανταμείψετε για τη βοήθεια που σας προσφέρω. || (παθ.): Ελπίζω να ανταμειφτώ για τους κόπους μου / για τις θυσίες μου.

[μσν. ανταμείβω ενεργ. του αρχ. ἀνταμείβομαι `ανταποδίδω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ανταμείβω.
– Βλ. και αντιμεύω.
  • (Eνεργ. και μέσ.) ανταποδίδω:
    • (Σουμμ., Pεμπελ. 181), (Σφρ., Xρον. 1161).

[αρχ. ανταμείβομαι. Το ενεργ. τον 7. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταμείβω [andamívo] aor αντάμειψα (subj ανταμείψω), pass ανταμείβομαι, aor ανταμείφθηκα & ανταμείφτηκα (subj ανταμειφθώ)
  • ① repay (for a good deed etc), recompense, reward (syn ανταποδίδω):
    • ανταμείβουμε τις καλές πράξεις |
    • τον αντάμειψαν για την εργασία του, τις υπηρεσίες του |
    • ο Θεός να σε ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου |
    • οι νόμοι των Kινέζων ανταμείβουν και την αρετή |
    • η φύση μένει πάντα μια καλή μητέρα, που αγαπά και ανταμείβει εκείνον που την αναζητεί (Louros) |
    • μας μιλάει ο Πετράρχης .. για τους αδύνατους, τους ταπεινούς και τους μικρούς που θα 'ρθει η ώρα να ανταμειφθούν (Kanellop) |
    • η στράτευση στην υπηρεσία ενός καθεστώτος ανταμείβεται συνήθως με τίτλους, αξιώματα ή και κροτούν νόμισμα (Roufos) |
    • οι Πέρσες αντάμειβαν γενναιόδωρα τους ξένους που δούλευαν για τα σχέδιά τους (ENRoussos) |
    • η τίμια συμπεριφορά του ανταμείφτηκε με φλογερό έρωτα από το μέρος της κοπέλας (Roufos) |
    • ο Eρμής και οι συντρόφισσές του Xάριτες θ' ανταμείψουν χωρίς άλλο το Λεωκράτη για το αφιέρωμά του (Karouzos) |
    • τον ανταμείβανε η περηφάνεια του και το καμάρι του για την προτίμηση αυτή και η χαρά που χαίροταν (Palam) |
    • poem θα 'ρθει κάποτε | η μέρα που στη ζωή σου | θ' ανταμειφθείς (SNikolaidou)
  • ② pay (for wrongs or crimes perpetrated), punish, requite (syn πληρώνω για κακή πράξη κλ, τιμωρώ):
    • ανταμείφτηκε όπως έπρεπε για το έγκλημά του he was fitly rewarded for his crime

[fr MG ανταμείβω (ανταμέβω, αντιμέβω) ← AG, K (also pap), PatrG ἀνταμείβομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go