Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντί
1.654 εγγραφές [191 - 200]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιγράφω [andiγráfo] -ομαι Ρ αόρ. αντέγραψα, απαρέμφ. αντιγράψει, παθ. αόρ. αντιγράφτηκα και (σπάν.) αντιγράφηκα, απαρέμφ. αντιγραφτεί και (σπάν.) αντιγραφεί, μππ. αντιγραμμένος : αναπαράγω κτ. χρησιμοποιώντας ένα πρότυπο. 1α. δημιουργώ αντίγραφο ενός γραπτού κειμένου, ξαναγράφω το περιεχόμενό του: ~ ένα γράμμα / ένα συμβόλαιο. ~ με το χέρι / τη γραφομηχανή. Είναι χαμένος κόπος να αντιγράφεις σήμερα ένα σπάνιο βιβλίο, γιατί μπορείς να το βγάλεις σε φωτοαντίγραφα. ~ ένα σχεδιάγραμμα. β. (για γραπτές εξετάσεις) γράφω παίρνοντας κρυφά πληροφορίες ιδίως από βιβλίο ή από άλλον εξεταζόμενο· κλέβω: Mηδενίστηκε, γιατί τον έπιασαν να αντιγράφει. γ. (για έργο τέχνης) κατασκευάζω απομίμηση ενός πρωτότυπου έργου: ~ ένα ζωγραφικό πίνακα. 2. (μτφ.) μιμούμαι κπ. ή κτ.: ~ ένα μουσικό κομμάτι. ~ τους τρόπους / τις μεθόδους / τη συμπεριφορά κάποιου. Tο παιδί αντιγράφει τις πράξεις των μεγάλων.

[λόγ. < αρχ. ἀντιγράφω `γράφω σε απάντηση΄, ελνστ. ἀντιγράφομαι `κάνω επίσημο αντίγραφο΄, σημδ. γαλλ. copier]

[Λεξικό Κριαρά]
αντιγράφω.
  • 1) (Αμτβ. και μτβ.) απαντώ σε γράμμα με γράμμα:
    • (Δούκ. 2119
    • (μτβ.):
      • (Λίβ. Sc. 707).
  • 2) (Προκ. για έγγραφο ή άλλο γραπτό κείμενο) περιλαμβάνω κ.:
    • (Bακτ. αρχιερ. 145).

[αρχ. αντιγράφω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιγράφω [andiγráfo] aor αντίγραψα & αντέγραψα, pass αντιγράφομαι, aor αντιγράφηκε (subj αντιγραφώ) & αντιγράφτηκε, ppp αντιγραμμένος
  • ① copy, transcribe (syn ξεσηκώνω):
    • ~ μια σελίδα, το μάθημά μου |
    • αντέγραψα φράσεις |
    • τα 'χει αντιγραμμένα από το τετράδιο |
    • οι παροιμίες είναι αντιγραμμένες σε αλφαβητική σειρά |
    • ~ λάθος miscopy (syn phr κάνω λάθη στην αντιγραφή)
  • ⓐ crib, plagiarize, copy (near-syn κλέβω, ενεργώ λογοκλοπία):
    • αντιγράφει από βιβλίο, έργο άλλου crib fr another's book |
    • τον έπιασαν ν' αντιγράφει |
    • ετιμωρήθηκε, διότι αντέγραψε την εξέταση
  • ② do copying (for a living), do a scribe's work, copy (syn εργάζομαι ως αντιγραφέας):
    • αντιγράφει κείμενα |
    • ο γραφέας θα τα αντίγραψε από παλαιότερους κώδικες (FKakridis) |
    • γυναίκες σκλάβες εξησκημένες στην καλλιγραφία αντέγραψαν τα έργα του Ωριγένους (Theodorakop)
  • ③ reproduce, copy:
    • το υπόδειγμα (μοτίβο) αντιγράφτηκε από χαρακτικό έργο (Pallas) |
    • σ' ένα μπλοκ αντέγραψε τη φιγούρα, έναν ήλιο σαν ανθρώπινο πρόσωπο (Karantonis) |
    • τα δημόσια μνημεία της αρχαίας Aθήνας θέλησε ο Λουδοβίκος να αντιγράψει στο Mόναχο (Athanasiadis-N) |
    • μπορούσε να αντιγράψει το πιο πολύπλοκο κτίριο και να το κάμει μια χαριτωμένη μικρογραφία με τις ελάχιστες λεπτομέρειες (Xenop)
  • ④ fig copy, imitate (syn απομιμούμαι, μιμούμαι):
    • ο νέος αντιγράφει τις μεθόδους άλλων |
    • αντιγράφει το θείο του, το είδωλό του |
    • η τάδε ηθοποιός αντιγράφει την άλλη ηθοποιό |
    • η Γκρέτα δε μοιάζει με όσες την αντιγράφουν (Athanasiadis-N) |
    • στη ζωή και τις συνήθειες τα θράψαλα αντιγράφουν πιστώς τα καλαμάρια (Potamianos) |
    • ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος δεν αντιγράφει κανένα άλλον εμφύλιο πόλεμο (Papantoniou) |
    • η μια αμερικανική πόλη μοιάζει με την άλλη, σχεδόν την αντιγράφει (Venezis) [fr MG αντιγράφω (already Theoph. Antec. [537 AD]) ← LK (Justinus martyr, PG 6.1.70

[151 AD])]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιγριπικός -ή -ό [andiγripikós] Ε1 : που καταπολεμά τη γρίπη ή προστατεύει από αυτή: Aντιγριπικό φάρμακο / εμβόλιο.

[λόγ. αντι- + γρίπ(η) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιγριπικός, -ή, -ό [andiγripikós] (sp. also αντιγριππικός)
:
  • αντιγριπικό εμβόλιο flu vaccine |
  • αντιγριππικό φάρμακο |
  • ~ ορός

[fr kath, cpd w. γρίπη & suff -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιγυρίζω [andiyirízo]
  • ① give back, return (syn ανταποδίδω, επιστρέφω):
    • αντιγύρισα το χαιρετισμό τους και τάχυνα το βήμα (Karagatsis) |
    • η Aννούλα δίχως να μιλήσει του αντιγύρισε το γλυκό του χαμόγελο (id.) |
    • τον ξύπνησε ένα μακρύ κ' υγρό φιλί στο στόμα .. · έσφιξε με λαχτάρα τη γυναίκα που τόσο γλυκά τον ξύπνησε· αντιγύρισε το φιλί ζαλισμένος απ' τον ύπνο (id.)
  • ⓐ intr return:
    • η βροχή βαρούσε τη γης μ' αρίφνητες σαΐτες, που αντιγύριζαν απάνω και την κάνανε ν' αχνίζει (Prevelakis)
  • ② retort, retaliate (syn ανταποδίδω, πετάω [απάντηση]):
    • μάνα, τι έχεις και βογγάς; τι κακό σου 'καμε ο γιος σου; σε παράκουσε, λόγο σου αντιγύρισε ποτέ; (Vlachogiannis) |
    • λόγο δεν αντιγυρίζανε ποτές, όλο και πώς να φχαριστήσουν (Vlami)

[fr LMG αντιγυρίζω (Geras. Vlachos), cpd w. γυρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αντιδάκτυλος ο.
  • Tο παχύτερο δάκτυλο, που βρίσκεται αντίθετα προς τα άλλα:
    • (Oρνεοσ. αγρ. 55622).

[μτγν. ουσ. αντιδάκτυλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδανειακός, -ή, -ό [andi∂aniakós] (L)
  • being against loans, anti-loan:
    • το πρόγραμμα του υπουργείου |
    • ο Tρικούπης ήταν ~ [fr kath (neol Koumanoudis

[1893, 1894]), cpd w. δανειακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιδάνειο το [andiδánio] Ο42 : (γλωσσ.) λέξη (ή λεξιλογικό στοιχείο) μιας γλώσσας που πέρασε ως δάνεια σε μία ή περισσότερες άλλες γλώσσες και ύστερα επέστρεψε στην αρχική με αλλαγμένη μορφή ή / και σημασία, π.χ. καναπές, μπράτσο.

[λόγ. αντι- + δάνειον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδάνειο [andi∂ánio] το, (L) ling
  • word loaned fr one language into another and borrowed back (w. modified form and / or meaning) by the first language, a returning loanword, e.g. ModG λιμάνι fr Turk liman and this fr Gr λιμένι, (syn phr αντιδάνεια λέξη)

[fr kath (neol) αντιδάνειον, calque on Germ Rückwänderer]

< Προηγούμενο   1... 18 19 [20] 21 22 ...166   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες