Παράλληλη αναζήτηση
| 1.654 εγγραφές [1371 - 1380] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστικτικός -ή -ό [andistiktikós] Ε1 : (μουσ.) που έχει σχέση με την αντίστιξη.
αντιστικτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντιστικ- (αντίστιξις) -τικός μτφρδ. ιταλ. contrappuntistico]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστικτικός, -ή, -ό [andistikticόs] (L) mus
- contrapuntal:
- αντιστικτική πολυφωνία - συνοδεία |
- αντιστικτικές παραλλαγές |
- οι αντιστικτικές σχέσεις των ήχων |
- οι αντιστικτικοί κανόνες του μουσικού διαλόγου
[der of *αντίστικτος]
- contrapuntal:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίστιξη η [andístiksi] Ο33 : (μουσ.) ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται με αρμονικό τρόπο πολλές μελωδίες· κοντραπούντο. || (επέκτ.) στη λογοτεχνία ή στις καλές τέχνες, εναλλαγή διαφορετικών θεμάτων σε μια αρμονική σύνθεση.
[λόγ. αντι- + στίξις (-σις > -ση) μτφρδ. ιταλ. contrap punto ή μέσω του γαλλ. contrepoint]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίστιξη [andístiksi] η, gen αντιστίξεως, pl αντιστίξεις
- ① mus counterpoint (syn αντιστικτική, κοντραπούντο):
- οι νόμοι της αντιστίξεως |
- η ~ είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της φούγκας |
- η ~ προβάλλει ταυτόχρονα αντίθετες μελωδίες με τρόπο αρμονικό
- ② fig antithesis, opposition, counterpoint:
- οι αντιστίξεις στην ποίηση του A. Mπάρα |
- διαλεκτική ~ |
- το όνομα του ήρωα (sc του Oδυσσέα) ακούγεται για πρώτη φορά στο στίχο 21, σε ~ με το όνομα του Ποσειδώνα (Maronitis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντίστιξις, transl of It contrappunto]
- ① mus counterpoint (syn αντιστικτική, κοντραπούντο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστιξιακός, -ή, -ό [andistiksiakós] (L) mus
- contrapuntal:
- οι Iταλοί συνθέτες είχαν πάντοτε αποστραφεί τα αντιστιξιακά τολμήματα, προτιμώντας μελωδίες υποστηριγμένες από μια κάθετη αρμονία (Kanellop, adapted)
[der of αντίστιξις w. suff -ακός]
- contrapuntal:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστοιβάζω [andistivázo] aor αντιστοίβαξα region. (Crete)
- ① bounce back:
- λαστιχένια κορμιά, κάθε που πατούσαν στη γης αντιστοίβαζαν και τινάζουνταν ψηλά (Kazantz) |
- το νερό γκρεμιζότανε δεμάτια-δεμάτια κι αντιστοίβαζε στους βράχους (Prevelakis)
- ② resound, echo (of a sound):
- το τούμπανο αντιστοίβαξε |
- poem .. οι ξορκισμοί .. πέφταν άδειοι | στα χιόνια κι αντιστοίβαζαν κουφά στα λιμασμένα σπλάχνα (Kazantz Od 22.975)
- ⓐ resound, echo, ring (of a place):
- αντιστοιβάζει η γης απ' τις κανονιές |
- poem τ' αφτιά του ανοιούν, κ' ένα φτερό στη γης να πέσει, αντιστοιβάζει |.. κι αχάει .. ο λόγγος (Kazantz Od 23.974)
[cpd w. στοιβάζω]
- ① bounce back:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίστοιχα [andístixa] adv (L)
- ① in a corresponding or analogous manner, to a corresponding degree or extent, correspondingly (syn αντιστοίχως 1):
- στοιχεία των πληθυσμών κινούνται από την ανατολή προς τη δύση, μετατοπίζοντας ~ τον πολιτισμό |
- αραιώνουν οι τάξεις εκείνων που γράφουν ενώ ~ πυκνώνουν οι τάξεις των λογοτεχνών |
- θα μπούμε στο ρυθμό του σύγχρονου πολιτισμού και θα εξυψώσουμε ~ το επίπεδο ζωής του λαού |
- άνιση κατανομή της γης με ~ άνιση κατανομή εισοδήματος |
- το πάθος για μάθηση ξαπλώνεται και μεγαλώνει ~ η ζήτηση βιβλίων |
- τα πατριαρχεία βελτιώνονται ενώ ~ η Kωνσταντινούπολη εξαίρει έτσι και το πρόσωπο του πατριάρχη (Dimaras) |
- η δική μας πείρα θα σας δώσει πολλά και τα δικά σας νιάτα θα στηρίξουν ~ και μας (Kakridis) |
- η τέχνη ιδανικεύει τις επιθυμίες καθώς ~ ιδανικεύει τα χρώματα και τις μορφές (Theodorakop)
- ② w. με in a way parallel to, similarly to:
- ο πολιτισμός της Kίνας είχε βαθιάν επίδραση στη ζωή της Iαπωνίας, ~ με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό στην Eυρώπη
- ⓐ consonant w., according to:
- (syn ανάλογα με, σύμφωνα με) |
- κατανομή των περιοχών ~ με την διοικητική διαίρεση των επαρχιών |
- ο παιδαγωγός αποκτά δική του προσωπικότητα, ~ με τη σημασία της αγωγής στην κοινωνία (Dimaras)
- ③ respectively (syn αντιστοίχως 2):
- η δημοσίευση του αρχείου συνεχίστηκε στα τεύχη 594 και 595 της 3 και 10 Mαρτίου ~ |
- ο F. και ο W., γραμματείς της Γαλλικής Aκαδημίας και ~ της Aκαδημίας του Bερολίνου |
- οι διακρίσεις ανταποκρίνονται ~ σε διαφορετικά είδη πεζογραφίας (Sachinis)
[der of αντίστοιχος]
- ① in a corresponding or analogous manner, to a corresponding degree or extent, correspondingly (syn αντιστοίχως 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστοιχία η [andistixía] Ο25 : ANT αναντιστοιχία. 1. η σχέση δύο πραγμάτων: α. που είναι τοποθετημένα συμμετρικά το ένα απέναντι στο άλλο: H ~ των κορυφών του ρόμβου. Οι δύο πτέρυγες παρουσιάζουν μια ~ ως προς το κεντρικό κτίσμα. β. που έχουν ανάλογη θέση σε μια παράλληλη κατάταξη ή διάταξη: H ~ των βαθμών στα τρία όπλα των ενόπλων δυνάμεων. Δεν υπάρχει απόλυτη ~ βαθμού και μισθού στους διάφορους κλάδους των δημόσιων υπαλλήλων. 2. σχέση αναλογίας, ομοιότητας ή συμφωνίας: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις / ανάμεσα στα λόγια του και στα έργα του. H ~ της δραχμής προς τα ξένα νομίσματα, ισοτιμία. || Δεν υπάρχει πάντοτε ~ ανάμεσα στους φθόγγους και στα γράμματα.
[λόγ.: 1α: αρχ. ἀντιστοιχία, ελνστ. σημ.: `συσχετισμός΄· 1β, 2: σημδ. γαλλ. correspondence]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιστοιχία [andisti ía] η, (L)
- ① naut bearing, azimuth:
- ο πλοίαρχος πήρε ~ του ήλιου
- ② equivalence, correspondence (near-syn αναλογία):
- ακριβής, αρμονική, αυστηρή, μερική, πλήρης, τυχαία ~ |
- ~ δύο κόσμων |
- ~ ανάμεσα σε δυο εποχές |
- η σύγχρονη ~ του μύθου |
- έλλειψη αντιστοιχίας |
- αντιστοιχίες του θεσσαλικού νεολιθικού με παλιά στάδια του νεολιθικού πολιτισμού της Aνατολίας μπορούσε να ορισθεί στις αρχές της 6ης χιλιετηρίδας (NPlaton) |
- η Θεοφάνεια δεν αποδίδεται ακριβώς σε ~ προς την ιστορική αλήθεια, όπως την παρουσιάζει η αφήγηση (Pallas) |
- phr κατ' ~ correspondingly |
- αναγνωρίζω δημόσια την αξία άλφα και κατ' ~ την απαξία πλην-άλφα (Papanoutsos) |
- υπάρχει ~ των κρίσεων προς τα αντικείμενα του έξω κόσμου; (Lambridi) |
- ο ρυθμός του ελεύθερου στίχου βρίσκεται σε πιστήν ~ με το νόημα (Tsatsos) |
- τα Eπτάνησα παρείχαν γεωγραφικά και πολιτιστικά τις μεγαλύτερες δυνατές αντιστοιχίες (sc με την Kρήτη)(Dimaras) |
- σε ~ με την ανάγκη ενός συνθετικού ιστορισμού έχομε στα τέλη του 19ου αιώνα μια νέα ακμή της φιλολογικής επιστήμης (Glinos)
[fr kath αντιστοιχία ← K, AG]
- ① naut bearing, azimuth:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιστοιχίζω [andistixízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ κτ. έτσι ώστε να βρίσκεται σε αντιστοιχία με κτ. άλλο. 2. συσχετίζω, παραλληλίζω κτ. προς κτ. άλλο.
[λόγ. αντιστοιχ(ία) -ίζω]



