Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπομορφίζω [anθropomorfízo] mi ανθρωπομορφίζομαι, aor ανθρωπομορφίστηκα
- anthropomorphize:
- η Eστία ποτέ δεν ανθρωπομορφίστηκε εντελώς (Nilsson)
[neol, der of ανθρωπόμορφος]
- anthropomorphize: