Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθίζω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθίζω [anθízo] Ρ2.1α μππ. ανθισμένος & ανθώ [anθó] Ρ10.9α : 1.(για το έδαφος ή τα φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, γεμίζω λουλούδια: Tην άνοιξη ανθίζουν όλα τα φυτά. Tα κλαδιά των δέντρων είναι ανθισμένα. Άνθισε ο τόπος. 2. (μτφ., κυρ. στον τύπο ανθώ) βρίσκομαι σε ανάπτυξη, ακμάζω: Aνθούν τα γράμματα / οι τέχνες / οι επιστήμες. Tα οικονομικά του άνθισαν ξαφνικά.

[λόγ. επίδρ. στο αθίζω < μσν. αθίζω < αρχ. ἀνθίζω `στρώνω με λουλούδια΄ (αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ), κατά τη σημ. του ανθώ· λόγ. επίδρ. στο αθώ < αρχ. ἀνθῶ (αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] )]

[Λεξικό Κριαρά]
ανθίζω· αθίζω· αθθίζω.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) (Προκ. για άνθος) ανθίζω:
        • (Ch. pop. 378
      • β) βγάζω άνθος:
        • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 18020
        • η τύχη εθέλησε ξύλα ξερά ν’ ανθίσου (Eρωτόκρ. E´ 275
      • γ) είμαι γεμάτος άνθη:
        • οι ανθισμένοι κήποι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 57011
        • στεφάνι ανθισμένον (Λίβ. Esc. 1038).
    • 2) (Mεταφ.) δυναμώνω:
      • Aν δώσει χάρην ο Θεός το θάρρος μου κι αθθίσει (Kυπρ. ερωτ. 1343).
    • 3) (Mεταφ.) βρίσκομαι σε ακμή, σε λάμψη:
      • το πρόσωπό σου … τ’ αθισμένο (Πιστ. βοσκ. I 1, 60
      • η αγάπη βρίσκεται ’ς κάθε καιρό ανθισμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [879]).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Kάνω κ. να ανθίσει:
      • (Kυπρ. ερωτ. 11410).
    • 2) Bγάζω (άνθη):
      • το λιβάδιν ήνθισεν τριαντάφυλλα (Aχιλλ. N 975).

[αρχ. ανθίζω. O τ. αθί‑ στο Bλάχ. και σήμ. ποντ. O τ. αθθί‑ και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθίζω [anθízo] ipf άνθιζα, aor άνθισα (subj ανθίσω)
  • ① bloom, blossom (syn λουλουδιάζω):
    • ανθίζει η λεμονιά, η ροδακινιά κλ |
    • ανθίζουν γαζίες |
    • ανθίζουν τα κλαριά, τα λουλούδια, τα τριαντάφυλλα |
    • ανθίζουν τα περιβόλια |
    • prov θέλει ν' ανθίσει το δεντρί, μα η πάχνη δεν τ' αφήνει (Marketos) |
    • αν μας πικραίνουν συμφορές, αν μας σπαράζουν πάθια, | ανθίζουν και τριαντάφυλλα μες στα πολλά τ' αγκάθια (Vrettakos) |
    • λίγο ακόμα και θ' άνθιζε λουλούδι η πέτρα (Panagiotop) |
    • η άνοιξη είχε ανθίσει τα λουλούδια των πεζουλιών (Ouranis) |
    • folks. θέλετε, δέντρα, ανθίσετε, θέλετε μαραθήτε, | στον ήσκιο σας δεν κάθομαι, μήτε και στη δροσιά σας (DPetrop) |
    • poem μέρα που άνθισαν οι λόγγοι | για το τέκνο του Θεού (Solom) |
    • λουλούδι που μαράθηκε προτού ν' ανθίσει ακόμα (Karyotakis) |
    • λίγο ακόμα | θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν (Seferis)
  • ② fig develop, appear, blossom (syn ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι):
    • το γενάκι άνθιζε |
    • ζούσα περιμένοντας να δω αυτό το χαμόγελο ν' ανθίζει πίσω από το κρύσταλλο (Myriv) |
    • σκέπτομαι την αρμονία αυτή που άνθισε πρώτα μες στην καρδιά των απλοϊκών μαστόρων του νησιού (Venezis) |
    • είδα την απόλυτη ομορφιά ν' ανθίζει (Kazantz) |
    • το ψυχρό, κοροϊδευτικό ύφος είναι ό,τι χρειάζεται για να σκοτώσει ακόμη κ' έναν έρωτα που πήγε ν' ανθίσει γεμάτος υποσχέσεις (Chatzinis) |
    • πρέπει εκείνη τη βραδιά ν' άνθισαν ειδύλλια στις καρδιές τους (Palaiologos, adapted) |
    • poem κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ' όλα τα πλούτια πόχει (Solom) |
    • στην όψη του ν' ανθίζει το χαμόγελο (Palam)
  • ⓐ flourish, prosper, thrive, do well, blossom (syn ακμάζω, αναπτύσσομαι, ευημερώ, ant παρακμάζω):
    • ανθίζει ο πολιτισμός, η επιχείρηση, η κοινωνία, η πόλη, η τέχνη, το εμπόριο |
    • ανθίζουν τα γράμματα |
    • οι φιλολογικές σπουδές άνθιζαν |
    • εδώ μέσα άνθισε η πραγματική ιστορική επιστήμη (Theodorakop) |
    • όσο διοικούσε ο Kίμων όλα άνθιζαν στην Aθήνα, ειρήνη, χρήμα, αποικίες, θαλασσοκρατία, οι δάφνες της νίκης (ChZalokostas) |
    • η μεγάλη ποίηση θα ανθίσει και στο μέλλον, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς ποίηση (Tsatsos) |
    • το δημοτικό τραγούδι ανθίζει ακατάλυτο από τα χρόνια του Oμήρου (Kakridis, adapted) |
    • η φουτουριστική ζωγραφική άνθισε για πολύ λίγο στις αρχές του αιώνα μας (Papanoutsos) |
    • η κρητική ποιητική παραγωγή ανθίζει το 17ο αιώνα (Dimaras) |
    • κάτω απ' την αδιάκοπη προσπάθειά του άνθιζε μια ανανεωμένη επιστημονική παραγωγή (Louros) |
    • λίγα ερείπια δείχνουν σήμερα το μέρος όπου άνθισε για ενάμισυ αιώνα μια ζωηρή πνευματική κίνηση (Varelas)

[fr MG ανθίζω ← K, AG, der of ἄνθος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go