Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανερμάτιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανερμάτιστος -η -ο [anermátistos] Ε5 : (λόγ.) 1. (για πλοίο) που δεν έχει έρμα, σαβούρα: Aνερμάτιστο καράβι. 2. (μτφ.) α. που είναι ασταθής και ευμετάβολος: α1. από έλλειψη γνώσης ή παιδείας. α2. από ιδιοσυγκρασία· άστατος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. β. (ιδ. για επιστήμονες) που έχει ελλιπή μόρφωση· ακατάρτιστος: ~ φιλόλογος / ψυχολόγος. ανερμάτιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνερμάτιστος· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερμάτιστος, -η, -ο [anermátistos] (L)
  • ① without ballast, unballasted (syn ασαβούρωτος):
    • ανερμάτιστο πλοίο unballasted boat
  • ② fig unsteady, wavering, vacillating, hesitating (syn ασταθής, αστήρικτος, ταλαντευόμενος):
    • η πολιτική εξουσία άβουλη, ανερμάτιστη, διαλυμένη σχεδόν (Theotokas) |
    • δεν είναι ο προβληματισμός ενέργεια ασύδοτη και ανερμάτιστη (Panagiotop) |
    • ο σκεπτικισμός άφησε τη συνείδηση αδέσμευτη μεν, αλλά ανερμάτιστη και απροσανατόλιστη (Tsatsos) |
    • μιλάει με το πνεύμα ενός επιστημονισμού ρηχού και κριτικά ανερμάτιστου (Papanoutsos)
  • ⓐ lacking elementary learning, untrained, unskilled (syn αμαθής):
    • ~ γιατρός, καθηγητής |
    • ~ ή τουλάχιστον ημιμαθής πίστεψα πως η ψυχή είναι θνητή (Xenop)
  • ⓑ unstable, unsteady, fickle (syn άστατος, αλλοπρόσαλλος):
    • οι μεταπολεμικές μέρες βγάζουν σ' ένα καινούργιο μα ανερμάτιστο κόσμο (MGeorgiou) |
    • πλανιέμαι ~ και χωρίς προσανατολισμό (Sachinis)

[fr K, AG ἀνερμάτιστος, cpd of pref ἀν- & *ἑρματιστός (: ἑρματίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες