Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεπίσημος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπίσημος -η -ο [anepísimos] Ε5 : ANT επίσημος. α. που γίνεται ή που υπάρχει με έναν τρόπο κοινό και συνηθισμένο, και όχι κανονισμένο ή σύμφωνο με τις απαιτήσεις μιας εξαιρετικής περίστασης: Aνεπίσημη τελετή / δεξίωση / ενδυμασία / συνομιλία / μεσολάβηση / πρόταση / ανακοίνωση. Aνεπίσημο διάβημα / ένδυμα / ύφος / γεύμα. β. (για πρόσ.) που δεν έχει κάποια επίσημη ιδιότητα ή αξίωμα, ο κοινός άνθρωπος σε αντιδιαστολή προς αυτόν που έχει κάποιο αξίωμα, ιδιότητα κτλ.: Οι ανεπίσημοι επισκέπτες του μουσείου. ανεπίσημα & (λόγ.) ανεπισήμως ΕΠIΡΡ με τρόπο ανεπίσημο: Ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί ~ τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι δύο πρεσβευτές συναντήθηκαν ~.

[λόγ. αν- (δες α- 1) επίσημος μτφρδ. αγγλ. unofficial· λόγ. ανεπίσημ(ος) -ως]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίσημος, -η, -ο [anepísimos]
  • informal, unofficial (ant επίσημος):
    • ~ χαρακτήρας |
    • ανεπίσημη πηγή, πληροφορία, συνομιλία |
    • ανεπίσημη φορεσιά |
    • ανεπίσημες επαφές, συζητήσεις |
    • ανεπίσημο γεύμα, δείπνο, διάβημα |
    • ανεπίσημα αποτελέσματα |
    • με ανεπίσημο τρόπο unofficially |
    • διαπραγματεύσεις ανεπίσημες |
    • πρόχειροι και ανεπίσημοι συναγωνισμοί (Charis) |
    • αρχίσαμε να συνηθίζουμε στην ιδέα πως είναι ένας ~ αρρεβωνιαστικός (Terzakis) |
    • η ιστορία των ανθρώπων, και η επίσημη και η ανεπίσημη, είναι μια σειρά προκαταλήψεις, παρανοήσεις και θεληματικές παραποιήσεις (Panagiotop) |
    • μην ξεχνάμε τον ανεπίσημο αλλά επίμονο πόθο των Kαταλανών ν' αποτελέσουν ανεξάρτητο κράτος (Ouranis)

[fr kath (neol]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go