Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεν
42 εγγραφές [31 - 40]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανέντιμος1 [anéndimos] ο, (L)
  • dishonest man (ant έντιμος, τίμιος):
    • ο ~ υπονομεύει το σύνολο (Papanoutsos) |
    • οι ανέντιμοι ασχημονούν ατιμωρητί, γιατί οι έντιμοι σ' αυτό τον τόπο δεν είναι γενναίοι (id.) |
    • το πεδίο μένει συχνά ελεύθερο για τον ανέντιμο και τον αισχροκερδή (PSolomos)

[substantiv. m of ανέντιμος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέντιμος2, -η, -ο [anéndimos] (L)
  • dishonest (ant έντιμος, τίμιος):
    • ~ άνθρωπος, καθηγητής, πολίτης |
    • ~ βιοπορισμός, θρίαμβος |
    • ανέντιμη εργασία, κατηγορία, μέθοδος, πράξη, στάση |
    • ανέντιμο επάγγελμα, κράτος, μέσο, μέτρο, χτύπημα |
    • υπάρχει κάτι το ανέντιμο |
    • αυτό που γίνεται είναι ανέντιμο |
    • είναι απάνθρωπο και ανέντιμο να προσβλέπονται τα πάντα από την πολιτική και μόνο σκοπιά (Panagiotop) |
    • θα θεωρούσα τον εαυτό μου ανέντιμο εργάτη του θεατρικού λόγου, αν δεν πίστευα πέρα για πέρα στη δουλειά μου (Katrakis) |
    • τέτοια σχόλια είναι ανώφελα, περιττά και μάλιστα ανέντιμα (Dizikirikis) |
    • poem ανέντιμες υποσχέσεις και προδοσίες | μας κάναν να | πιστέψουμε πως κάτι έκλεινε μέσα το | κουτί | που είχε η Πανδώρα! (Engonop)

[fr kath ανέντιμος, cpd of pref αν- & MG έντιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεντιμότητα [anendimótita] η, (L)
  • dishonesty (syn in το ανέντιμο):
    • η ~ είναι απαράδεκτη |
    • είμαστε όλοι ανεκτικοί .. απέναντι στην ~ (Papanoutsos) |
    • ποιον να πιστέψουμε, όταν αλήθεια και αναλήθεια, εντιμότητα και ~, ηθική και ανηθικότητα, κυλινδούνται μ' αυτό τον τρόπο; (Ploritis) |
    • είναι αναμφισβήτητη η ~ των ενεργειών της ξένης χώρας κατά τον τελευταίο πόλεμο (Tsirpanlis)

[fr kath ανεντιμότης, der of ανέντιμος2]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεντρανίζω· αναντραλίζω· αναντρανίζω· ανατρανίζω· ανενδρανίζω· ανεντραλίζω· ανετρανίζω· ’νενδρανίζω· ’νεντρανίζω.
  • α) (Mε αντικ. τη λ. μάτια) σηκώνω (το βλέμμα):
    • προς την κερά του με καημό τα μάτια αναντρανίζει (Eρωτόκρ. B´ 2402
  • β) (χωρίς αντικ.) κοιτάζω, βλέπω:
    • αναντραλίζω και θωρώ (Ch. pop. 350
    • εκείνος ανεντράνισεν και ευθύς εγνώρισέ την (Λίβ. Esc. 3833
  • γ) (με αντικ. πρόσωπο ή πράγμα) κοιτάζω, παρατηρώ:
    • (Eρωτοπ. 613
    • ανεντράλισα τα ερωτικά σου κάλλη (Ch. pop. 231).

[<πρόθ. ανά + εντρανίζω. Ο τ. αναντρ‑ στο Somav. H λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεντράνισμα το· ανανδράνισμαν· αναντράλισμα· αναντράνισμα.
  • 1) Aνάβλεμμα:
    • έναν αναντράνισμα σαν παραπονεμένο (Eρωτόκρ. Δ´ 1911).
  • 2) Παράστημα, κορμοστασιά:
    • εκείνου το αναντράνισμα (Aχιλλ. L 820).

[<αόρ. του ανεντρανίζω + κατάλ. μα. H λ. σήμ. κρητ. O τ. αναντρ‑ σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεντρανισμός ο· αναντρανισμός.
  • Aνάβλεμμα:
    • (Διγ. Άνδρ. 37511).

[<αόρ. του ανεντρανίζω + κατάλ. μός]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεντρανώ· αναντραλώ· ενεντραλώ.
  • (Mε αντικ. τη λ. μάτια) σηκώνω (το βλέμμα):
    • προς αυτόν τα μάτια της αναντραλεί (Θησ. Δ´ [547]).

[<αόρ. του ανεντρανίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανέντριτος, επίθ.
  • Που δε σχετίζεται με υποχρέωση για εντριτεία:
    • να σπέρνου το … χωράφι …, ανέντριτο καθείς τωνε (Bαρούχ. 6313).

[<στερ. α‑ + ουσ. εντριτεία (βλ. ά.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεντροπιά η [anendropxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) έλλειψη ντροπής· αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά, αναίδεια.

[ανέντροπ(ος) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεντρόπιαστος -η -ο [anendrópxastos] Ε5 : 1.που δεν τον ντρόπιασαν. ANT ντροπιασμένος: Mπορεί να μη νίκησαν, αλλά τουλάχιστον έφυγαν ανεντρόπιαστοι. 2. που δεν έχει το συναίσθημα της ντροπής, που δεν αισθάνεται ντροπή· αδιάντροπος: Tον ανεντρόπιαστο, τίποτα δε σέβεται! ανεντρόπιαστα ΕΠIΡΡ.

[ανε- (δες α- 1) ντροπιασ- (ντροπιάζω) -τος]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες