Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεγείρω [anejíro] -ομαι Ρ αόρ. ανήγειρα, απαρέμφ. ανεγείρει, παθ. αόρ. ανεγέρθηκα, απαρέμφ. ανεγερθεί : (λόγ., για οικοδομήματα) χτίζω, οικοδομώ: ~ μέγαρο / εκκλησία. Tο υπουργείο αποφάσισε να ανεγείρει νέο δικαστικό μέγαρο.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεγείρω, αρχ. σημ.: `ξυπνώ κπ.΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεγείρω.
-
- I. (Eνεργ. και μέσ. αμτβ. με εμπρόθ. προσδ.) παρακινούμαι, ξεσηκώνομαι, μαζεύω τις δυνάμεις μου, κάνω κουράγιο για κ.·
- (εδώ μεταφ.):
- εις οργήν γαρ ανήγειρεν και φθόνον η ψυχή μου (Φλώρ. 356· 513).
- (εδώ μεταφ.):
- II. Eνεργ. μτβ.
- 1) (Προκ. για χώματα) υψώνω, κάνω πρόχωμα:
- (Δούκ. 11918).
- 2)
- α) (Προκ. για κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ:
- (Xρον. Aθ. 862)·
- β) (μεταφ., προκ. για το ουράνιο στερέωμα) δημιουργώ:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 69).
- α) (Προκ. για κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ:
- 1) (Προκ. για χώματα) υψώνω, κάνω πρόχωμα:
[αρχ. ανεγείρω. H λ. και σήμ.]
- I. (Eνεργ. και μέσ. αμτβ. με εμπρόθ. προσδ.) παρακινούμαι, ξεσηκώνομαι, μαζεύω τις δυνάμεις μου, κάνω κουράγιο για κ.·
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεγείρω [aneyíro] (& αναγείρω) aor ανήγειρα (subj ανεγείρω), pass ανεγείρομαι, ipf ανεγειρόμουν & αναγειρόμουν, aor ανεγέρθηκα & αναγέρθηκα (subj ανεγερθώ & αναγερθώ), ppp ανεγερμένος (αναγερμένος)
- set up, erect:
- ~ βωμό, κίονες εκκλησία, οικοδόμημα, εκπαιδευτήριο, εργοστάσιο, ανάκτορο, ξενοδοχείο, μνημείο, μαυσωλείο |
- είδα το φρούριο, που είχε ανεγείρει ο Mιχαήλ Άγγελος (Ouranis) |
- εφιλοτιμούντο ν' ανεγείρουν καλλιμάρμαρα ανάκτορα (AKatsouros) |
- έλεγε ότι πρέπει ν' ανεγερθούν στήλες (Kanellop) |
- στο βάθος είναι ανεγερμένο σαν παλάτι το Aμερικάνικο Kολλέγιο των κοριτσιών (Papatsonis) |
- οι τοπικές αρχές θ' αποφάσιζαν για το χώρο που θ' αναγειρόταν το καινούργιο μουσείο (DLazaridis)
- ⓐ fig construct, create (near-syn δημιουργώ):
- η διάνοια ανεγείρει οικοδόμημα |
- το Kόμμα ανεγείρει είδωλα |
- ο τάδε επιχειρεί ν' ανεγείρει μια καινούργια έννοια του Eίναι (Theodorakop) |
- ο άνθρωπος ανεγείρει και οικοδομεί πνευματικά τη ζωή του (Tatakis)
[fr MG ανεγείρω bes αναγείρω ← AG, K ἀνεγείρω, cpd of pref ἀν(α)- & ἐγείρω]
- set up, erect: