Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδρογόνος -ος -ο [anδroγónos] Ε14 : (ιατρ.) Aνδρογόνα φάρμακα / ανδρογόνες ουσίες και ως ουσ. τα ανδρογόνα, φαρμακευτικές ουσίες που αναπληρώνουν την έκκριση των ανδρικών ορμονών.
[λόγ. < γαλλ. andro gène < andro- = ανδρο- + -gène = -γόνος (διαφ. το αρχ. ἀνδρογόνος `για μέρα που είναι κατάλληλη για τη σύλληψηII αγοριών΄)]



