Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδριάντας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανδριάντας ο [anδriándas] Ο2 : τιμητικό ολόσωμο άγαλμα επιφανούς προσώπου: Xάλκινος ~. Οι μαρμάρινοι ανδριάντες του Kοραή και του Ρήγα στα προπύλαια του πανεπιστημίου. Για να τιμήσουν τον ευεργέτη της πατρίδας τους, του έστησαν ένα χάλκινο ανδριάντα.

[λόγ. < αρχ. ἀνδριάς, αιτ. -άντα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδριάντας [an∂riándas] ο, (& L ανδριάς) (L)
  • image of a person made of hard material (esp marble or bronze), statue (syn άγαλμα):
    • στήνω ανδριάντα |
    • του έστησαν ανδριάντα |
    • χάλκινος ~ |
    • πεζός ~ |
    • έφιππος ~ |
    • ο ~ του πυρπολητή Kανάρη, έργο του δείνα |
    • επιτύμβιοι ανδριάντες |
    • βαρύς ρωμαϊκός ~ |
    • ο ~ της παλαιοτέρας Aγριππίνας |
    • δεν του πηγαίνει κανένας ανδριάς, ίσως και καμιά ζωγραφική (Papantoniou) |
    • poem πασκίζει πάντα ακοίμητος τεχνίτης | μες στη φωτιά τον πήλινο ανδριάντα | του ανθρώπου τέλος πύρινο να πλάσει | ζητώντας κλ (Sikel)

[fr kath ανδριάς ← MG, PatrG ἀνδριάς ← AG; the form ἀνδριάντας fr acc τόν ἀνδριᾶντα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες