Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδρείκελο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανδρείκελο το [anδríkelo] Ο42 : α.(λόγ.) ομοίωμα ανθρώπου· μαριονέτα: Θέατρο ανδρεικέλων, κουκλοθέατρο. β. (μτφ., μειωτ.) για άνθρωπο χωρίς βούληση που ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις άλλου: Ο ξένος κατακτητής έσπευσε να εγκαταστήσει κυβέρνηση ανδρεικέλων.

[λόγ.: α: αρχ. ἀνδρείκελον· β: σημδ. γαλλ. marionette]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδρείκελο [an∂rícelo] το, (& αντρείκελο)
  • ① image of a human,
  • ⓐ theat puppet, marionette (syn κούκλα, νευρόσπαστο):
    • θέατρο (θεατράκι) ανδρεικέλων and θίασος ανδρεικέλων puppet show (syn κουκλοθέατρο) |
    • κουρδισμένα ανδρείκελα |
    • κατασκευαστής ανδρεικέλων |
    • μηχανικά (μηχανοκίνητα), ξύλινα ανδρείκελα |
    • κάθε τόσο φαίνονταν από το κούφωμα της πόρτας δυο ανδρείκελα να κρατούνε χέρι και να χτυπούν με δύναμη τα πόδια στο παρκέτο |
    • τά-τα-τά-τα κλ (KPolitis) |
    • ο ηθοποιός της ρουτίνας κινείται σαν ~, τελείως άψυχα (Papanoutsos) |
    • οι γυναίκες του Ίψεν ενεργούν κινημένες σαν αντρείκελα από κάποια νευροπάθεια (Thrylos)
  • ⓑ image of a human, manikin, dummy (syn κούκλα):
    • φορούσε πολιτικά σαν ~ ραφτάδικου (Roufos)
  • ⓒ milit στόχος (~) aiming silhouette:
    • ~ σκοπεύσεως
  • ② fig a person being s.o.'s puppet, dummy, man of straw, front, toy (syn ενεργούμενο, ετεροκίνητος άνθρωπος, τυφλό όργανο):
    • μη γίνεσαι ~ του τάδε |
    • είσαι απλό ~ στα χέρια του |
    • ήταν ανδρείκελό της he was a mere toy in her hands |
    • όλοι, ετεροκίνητα αντρείκελα του δείνα |
    • πολιτικό ~ political jumping-jack |
    • κυβέρνηση ανδρεικέλων puppet govt |
    • τον κατηγορούν ως εγκεφαλικό δημιουργό ανδρεικέλων (Athanasiadis-N) |
    • δεν ξέρουν πια να διαλογίζονται, γίνονται αντρείκελα (Terzakis) |
    • βρισκόταν έξαφνα αυτός μεταμορφωμένος σ' ένα άβουλο ~ (Thrylos) |
    • μοιάζει να 'μαστε κούκλες, άβουλα ανδρείκελα (AVlachos, Mνήμα) |
    • αφού αντλούσαν την ύπαρξή τους απ' τους ξένους, αναπόφευκτο ήταν να καταντήσουν των ξένων ανδρείκελα (Ploritis)

[fr AG ἀνδρείκελον (Xenoph. +); cf ByzG ανδροείκελον Adamantius (ca. 350 AD), PG 11.1856A]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες