Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδραγαθία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανδραγαθία η [anδraγaθía] Ο25 : η ιδιότητα του ανδρείου, του γενναίου· παλικαριά. (λόγ. έκφρ.) επ΄ ~, για πράξη ανδρείας, γενναιότητας: Προήχθη επ΄ ~ στο βαθμό του λοχαγού.

[λόγ. < αρχ. ἀνδραγαθία]

[Λεξικό Κριαρά]
ανδραγαθία η· ανδραγαθιά· αντραγαθία· αντραγαθιά.
  • 1) Σωματική αρετή, ανδρεία:
    • (Φλώρ. 721).
  • 2) Kατόρθωμα:
    • θέλω να διατακτώ ανδραγαθιές να κάμω (Aχιλλ. L 253).
  • 3) (Προκ. κυρίως για τον έρωτα) περιπέτεια, επιτυχία:
    • ανδραγαθιές του πόθου (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [749]).

[αρχ. ουσ. ανδραγαθία. O τ. αντρα‑ και η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδραγαθία [an∂raγaθía] η, (& Solom ανδραγαθιά) (l)
  • ① valor, bravery, heroism, prowess (syn ανδρεία, γενναιότητα, ηρωισμός, παλληκαριά, ant ανανδρία, δειλία):
    • παρασημοφορήθηκε γι' ~ (Roufos) |
    • ειχε προαχθεί επ' ~· προαγωγή επ' ~ (kath) |
    • κινήματα της ψυχής τον οδήγησαν ως την ~ (TAthanasiadis) |
    • poem η γη αισθάνεται την τόση | του χεριού ~, | που όλην θέλει θανατώσει | τη μισόχριστη σπορά (Solom) |
    • μα πώς θα μπορούσα να μη μιλήσω | ειλικρινά και θαρρετά | μπροστά σε τόση ~; (Athanas)
  • ② = ανδραγάθημα 1:
    • έκαμε πολλές ανδραγαθίες στον πόλεμο |
    • ο συγγραφέας μάς μιλάει για τις ανδραγαθίες του Kανάρη (Sachinis) |
    • διατηρεί την ιστορική μνήμη των ανδραγαθιών των Kαλαβρυτινών προγόνων του στην περίοδο του ξεσηκωμού (Peranthis)

[fr MG ανδραγαθία ← AG; the form ἀνδραγαθιά also MG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες