Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδραγάθημα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανδραγάθημα το [anδraγáθima] Ο49 : κατόρθωμα κάποιου, που αποδεικνύει την ανδρεία, τη γενναιότητα και τον ηρωισμό του· ανδραγαθία· (πρβ. άθλος): Tα ανδραγαθήματα των γενναίων ανδρών. || (ειρ.): Tο ΄μαθες το καινούριο του ~;

[λόγ. < ελνστ. ἀνδραγάθημα]

[Λεξικό Κριαρά]
ανδραγάθημα το· αντραγάθημα.
  • 1) Γενναία πράξη, κατόρθωμα (στον πόλεμο):
    • (Λίβ. Esc. 2235).
  • 2) Προϋποθέσεις για την επιτυχή έκβαση της μάχης:
    • έμελλον μεταπεσείν τα της τύχης ανδραγαθήματα εν χερσί των Τούρκων (Δούκ. 3577).
  • 3) Eπιχείρηση πολεμική:
    • (Διγ. Z 2989).

[μτγν. ουσ. ανδραγάθημα. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδραγάθημα [an∂raγáθima] το, (L)
  • ① brave deed, heroic or daring act, exploit, feat of valor (syn ανδραγαθία 2, γενναία πράξη, ηρωικό κατόρθωμα, παλληκαριά, άθλος):
    • πολεμικά ανδραγαθήματα |
    • το ελληνικό ~ του 1940 |
    • τ' ανδραγαθήματα των νικητών, των ηρώων |
    • του έδωσαν μετάλλιο για ένα ανδραγάθημά του |
    • έγινε πρόταση να τον κάμουν αξιωματικό για τ' ανδραγαθήματά του (Tsirkas, adapted) |
    • ο Δημόδοκος απαγγέλλει τ' ανδραγαθήματα των Aχαιών |
    • στην ποίηση του λαπωνικού λαού υπάρχουν τόνοι ηρωικοί για τ' ανδραγαθήματα των αντρών (Athanasiadis-N) |
    • τ' ~ ενός Δον Kιχώτη (Mourelos) |
    • είχε διοχετεύσει σε όλα τα πολιτισμένα στήθη τον έρωτα προς τ' ~ των Eλβετών ορεσιβίων (Papatsonis)
  • ② achievement (syn κατόρθωμα):
    • ένα τεχνικό ~ |
    • αφού τελείωσαν τα ανδραγαθήματα αυτού του είδους, τότε με πιάνει ο πανικός (Stratou) [fr MG ανδραγάθημα ← K, PatrG]. Cf also αντραγάθημα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες