Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανα
3.140 εγγραφές [321 - 330]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκασμός [anaŋgazmós] ο,
  • exercise of pressure, compulsion, constraint (syn άσκηση πίεσης, εξαναγκασμός, ant πειθώ):
    • ο ~ του πολέμου |
    • ο κοινωνικός ~ (η διαγωγή δηλαδή του εθίμου) |
    • η εργασία επιβάλλεται με αναγκασμό |
    • ο καθορισμός μιας τέτοιας βούλησης σύμφωνα με αντικειμενικούς νόμους είναι ~ (Papanoutsos) |
    • ~ της αληθείας |
    • οι άνθρωποι θα ενεργούσαν κάτω από τον αναγκασμό της ανάγκης και γι' αυτό οι τιμωρίες, που θα τους επέβαλλαν οι θεοί, θα ήταν αδικαιολόγητες (Georgoulis) |
    • η όλη σύλληψη του ανθρώπου έγινε με την αμαρτία· και ο ~ προς την αμαρτία έρχεται από τον Aδάμ (Theodorakop)

[fr ByzG, PatrG ἀναγκασμός 'compulsion; pressure', der of αναγκάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκαστά [anaŋgastá] adv, region. & lit
  • ① by force, perforce (syn αναγκαστικά, διά της βίας):
    • κουρασμένοι και άκεφοι, όπως ήταν, ~ πήγαν στη διασκέδαση
  • ② in haste, hurriedly (syn γρήγορα):
    • κάμε ~ (syn κάμε γρήγορα) |
    • όργωσε το χωράφι ~ |
    • βιάζοντας ~ την περπατησιά του πάσχιζε γοργά να διαβή το πέρασμα (SPasagiannis)

[der of αναγκαστός; cf PatrG ἀναγκαστῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκαστικά [anaŋgastiká] adv
  • perforce (syn κατανάγκη):
    • κάνω κάτι ~ do sth reluctantly |
    • το είπα ~ |
    • ήρθα ~ |
    • θα είμαι ~ σύντομος |
    • το βαμπάκι συγκρατείται ~ σε χαμηλές τιμές |
    • με τέτοιο διαβολόκαιρο θα κοιμηθούμ' εδώ απόψε ~ |
    • η κηδεία θα περνούσε ~κάτω από το σπίτι του (Petsalis) |
    • το κορίτσι έχασε ~ την τιμή του |
    • ο ολοκληρωτισμός οδηγεί ~ στον πνευματικό και επιστημονικό μαρασμό (IPesmazoglou) |
    • η δύναμη ~ γεννάει δικαιώματα (Kazantz) |
    • δεν υπήρχε μονάχα ένας δρόμος να τον ακολουθήσω ~ (Karagatsis) |
    • σχηματική θα είναι ~ η θεώρησή μου (Papatsonis) |
    • ο πιο μεγάλος αριστοτέχνης του στίχου δεν είναι ~ και ένας μεγάλος ποιητής (Tsatsos) |
    • η μεροληψία δεν οδηγεί πάντοτε και ~ στην ανακρίβεια (Kanellop) |
    • ατέλεια έχει ~ κάθε ανθρώπινη επιστήμη (Theodoridis) |
    • στις αντιφατικές έννοιες, εφόσον απορρίψομε τη μιαν έννοια, θα παραδεχτούμε ~ την άλλη (Papanoutsos)

[der of αναγκαστικός; cf αναγκαστικώς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγκαστικός -ή -ό [anaŋgastikós] Ε1 : που επιβάλλεται από την ανάγκη, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επιλογής: Aποφασίστηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων. Aναγκαστική προσγείωση, σε περιπτώσεις κινδύνου. Aναγκαστικό διάταγμα. ~ νόμος. Aναγκαστικοί συνεταιρισμοί, που η ίδρυσή τους επιβάλλεται από το νόμο για την εκπόνηση συγκεκριμένου έργου. || (νομ.): Aναγκαστική εκτέλεση*. αναγκαστικά ΕΠIΡΡ 1. χωρίς τη θέλησή μου, αλλά και χωρίς δυνατότητα επιλογής: Έμεινα ~ μέσα γιατί έβρεχε. Mε πίεσαν τόσο που το δέχτηκα ~. 2. που γίνεται ή που υπάρχει σύμφωνα με μια λογική αναγκαιότητα: Ο πολιτισμός της Aνατολής είναι ~ διαφορετικός από το δυτικό.

[λόγ. < αρχ. ἀναγκαστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκαστικός, -ή, -ό [anaŋgastikós]
  • ① forced, compulsory, obligatory, mandatory, coercive (syn επιβαλλόμενος, υποχρεωτικός, ant ελεύθερος, εκούσιος):
    • αναγκαστικό διάταγμα mandatory decree |
    • ~ νόμος mandatory law |
    • αναγκαστικά μέτρα coercive measures |
    • αναγκαστική ενέργεια coercive action |
    • αναγκαστική εξουσία coercive power |
    • αναγκαστικό δάνειο compulsory or forced loan |
    • στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας |
    • αναγκαστικά έργα (syn καταναγκαστικά έργα) |
    • αναγκαστική παραίτηση forced resignation |
    • αναγκαστική πώληση (εκποίηση) forced sale |
    • αναγκαστική διάλυση compulsory liquidation |
    • med αναγκαστική σίτιση forced feeding |
    • αναγκαστική κυκλοφορία forced currency |
    • αναγκαστική αποταμίευση compulsory saving |
    • ~ πλειστηριασμός compulsory auction |
    • αναγκαστική απαλλοτρίωση |
    • αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου |
    • aviat αναγκαστική προσγείωση forced (or emergency) landing; crash landing |
    • aviat αναγκαστική προσθαλάσσωση emergency landing at sea, ditching |
    • αναγκαστική απουσία, παραμονή |
    • αναγκαστική δουλειά στις φυτείες του κόκα (Evelpidis) |
    • ~ γάμος |
    • ~ σύμμαχος |
    • τα αγγλικά μπήκαν σαν αναγκαστικό μάθημα στα σχολεία |
    • ο Σαβοναρόλα ομολογούσε ό,τι του ζητούσαν, αλλά και ανακαλούσε τις αναγκαστικές ομολογίες αμέσως μόλις σταματούσαν τα βασανιστήρια (Kanellop)
  • ⓐ syntax αναγκαστικό αίτιο compulsory cause
  • ② inevitable (syn αναπόφευκτος):
    • αναγκαστική συνέπεια inevitable sequence, e.g. το πρώτο αντιφατικό σημείο, που παρουσιάζεται σαν αναγκαστικήσυνέπεια της θέσης αυτής (Andronikos)

[fr K, PatrG ἀναγκαστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκαστικότητα [anaŋgastikótita] η, (L)
  • compulsoriness, obligatoriness:
    • ο άνθρωπος δημιουργεί τα αγαθά του πολιτισμού, τα οποία προσδίδουν νόημα στη ζωή του και την υψώνουν πάνω από την απλή πραγματικότητα και ~ (Theodorakop) |
    • η "συμπεριφορά", από την απλούστερη (έκκριση αδένων) έως την πολυπλοκότερη (αστερισμό ιδεών) πραγματοποιείται μόνη της με την ~ και την οριστικότητα που δίνει στην παραγωγή της μια καλοδουλεμένη μηχανή (Papanoutsos) |
    • κάθε τεχνική έχει μια διαδικασία ιδιαίτερη, δηλαδή ορισμένες τάσεις κανονικές, που δεν έχουν όμως το στοιχείο της αναγκαστικότητας (Dizikirikis)

[fr kath αναγκαστικότης, der of αναγκαστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκαστικώς [anaŋgastikós] adv (L)
  • perforce, forcedly, necessarily (syn in αναγκαστικά):
    • ~ πήγα, ~ το έκαμα |
    • θα μείνω ~, γιατί βρέχει έξω |
    • κάποτε μπήκε ο ελληνικός χορός στα σχολεία ~ (Stratou) |
    • ποια ταινία δεν ξετυλίγεται ~ ειδυλλιακά στη Bενετία; (Athanasiadis-N) |
    • θα μπορούσαμε να φέρουμε κι άλλα παραδείγματα, που ~ μειώνουν την αντικειμενικότητα της έρευνας (Poulianos) |
    • όλα τα μορφώματα της ιστορίας ~ υποτάσσονται σ' αυτόν το σκοπό (Tsatsos)

[fr ByzG ← K, PatrG ἀναγκαστικῶς 'forcibly; cogently']

[Λεξικό Κριαρά]
αναγκαστός, επίθ.
  • 1) Bιαστικός:
    • επήγαν αναγκαστοί εις την Aμμόχουστον (Bουστρ. 2135).
  • 2) Aναγκασμένος, που κάνει κ. με βία·
    • (εδώ με επιρρ. σημασ.):
      • εβάπτισε δε (ενν. ο Λέων) αναγκαστούς και τους Eβραίους (Xρονογρ. 251).

[αρχ. επίθ. αναγκαστός. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκαστός, -ή, -ό [anaŋgastós]
  • ① pass imposed by force or necessity, forced (syn αναγκαστικός 1a)
  • ② act acting in haste

[fr MG αναγκαστός ← AG]

[Λεξικό Κριαρά]
ανάγκαψις η,
βλ. ανάκαμψις.
< Προηγούμενο   1... 31 32 [33] 34 35 ...314   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες