Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναψηλαφώ [anapsilafó] Ρ10.9α : α.ψάχνω, ερευνώ κτ. πάλι ή πολύ προσεκτικά. β. (νομ.) κάνω αναψηλάφηση μιας υπόθεσης, μιας δίκης.
[λόγ.: α: ελνστ. ἀναψηλαφῶ· β: μσν. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναψηλαφώ.
-
- Α´ Mτβ.
- 1) Ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω κ.:
- ανεψηλάφουν διάδεσμον μη έχει ο σφόνδυλός μου (Λίβ. (Lamb.) N 356).
- 2) Γυρεύω, αναζητώ κάπ. ή κ.:
- μετά πολλήν παραδρομήν ανεψηλάφησάν με (Λίβ. Sc. 1406).
- 1) Ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω κ.:
- Β´ Aμτβ.
- 1) Ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω:
- αναψηλαφά και ευρίσκει τον εκείνον (Λόγ. παρηγ. O 93).
- 2) Ψάχνω, αναζητώ:
- εσπούδαζα, ανεγύρευγα, να μάθω ανεψηλάφουν (Λίβ. Esc. 3572).
- 1) Ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω:
[<πρόθ. ανά + ψηλαφώ. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψηλαφώ [anapsilafó] αναψηλαφείς, L) =
- ① αναψηλαφίζω
- ② law try over again, rehear, retry (syn κάνω αναψηλάφηση)
[fr PatrG ἀναψηλαφῶ]