Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατρεπτικός -ή -ό [anatreptikós] Ε1 : που ανατρέπει, που κάνει κτ. να μην υπάρχει ή να μην ισχύει. α. που επιδιώκει την ανατροπή ενός κοινωνικού ή πολιτικού καθεστώτος: Aνατρεπτικές ιδέες / θεωρίες. Aνατρεπτική προπαγάνδα / δραστηριότητα. β. (νομ.) που ακυρώνει μία απόφαση: Aνατρεπτική ένσταση / προθεσμία.
ανατρεπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀνατρεπτικός `που αναποδογυρίζει κτ.΄ σημδ. γαλλ. subversif (στη σημ. α)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατρεπτικός, -ή, -ό [anatreptikós] (L)
- ① subversive:
- ο εισαγόμενος πληθωρισμός εξακολουθεί να αποτελεί ισχυρό ανατρεπτικό παράγοντα της νομισματικής ισορροπίας
- ⓐ revolutionary (syn επαναστατικός):
- ανατρεπτική ενέργεια |
- ανατρεπτικές ιδέες, θεωρίες, κινήσεις |
- κίνημα ανατρεπτικό, ανατρεπτικό έγγραφο |
- ανατρεπτικές διαθέσεις |
- ανατρεπτική οργάνωση, ανατρεπτική δράση κατά των κατακτητών |
- ανατρεπτική προπαγάνδα |
- ανατρεπτικά στοιχεία subversives |
- ανατρεπτικές διεκδικήσεις τυραννισμένων λαών |
- φυλλάδια, έντυπα, βιβλία με περιεχόμενο ανατρεπτικό |
- ο καλλιτέχνης κατηγορήθηκε ως ανατρεπτικό στοιχείο
- ⓑ radically innovative:
- ~ σύγχρονος ζωγράφος |
- εποχές ανατρεπτικές |
- οι άνθρωποι .. που ξεκίνησαν, στη ζωή και στη λογοτεχνία, με διαθέσεις ανατρεπτικές και αναμορφωτικές .. ανήκουν στις εμπροσθοφυλακές της πρωτοπορίας (Theotokas)
- ② disproving, refutatory, refutative:
- προτάσεις ανατρεπτικές που ανασκευάζουν μια κοινή εκδοχή ή υπόθεση (Papanoutsos)
- ⓒ law:
- phr ανατρεπτική ένσταση exception (in civil law)
[fr kath ανατρεπτικός ← K, PatrG, AG ἀνατρεπτικός]
- ① subversive:



