Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασυνιστώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασυνιστώ [anasinistó] -ώμαι Ρ (βλ. συνιστώ 1) : συνιστώ, ιδρύω κτ. εκ νέου· ανασυστήνω: ~ ένα σχολείο / μία δημόσια υπηρεσία. Mε την κήρυξη της δικτατορίας ανασυστάθηκαν τα έκτακτα στρατοδικεία της εποχής του εμφύλιου πολέμου.

[λόγ. ανα- συνιστώ μτφρδ. γαλλ. reconstituer]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασυνιστώ s. ανασυστένω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες