Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασυνθέτω [anasinθéto] -ομαι, ανασυντίθεμαι [anasindíθeme] Ρ (βλ. συνθέτω) : συνθέτω κτ. εκ νέου.
[λόγ. ανα- συνθέτω, συντίθεμαι μτφρδ. γαλλ. recomposer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασυνθέτω [anasinθéto] ipf 3pl ανασύνθετα, aor ανασύνθεσα (subj ανασυνθέσω) (L)
- ① make up again, recompose, reconstitute, re-synthesize:
- έγραψα μιαν απάντηση και τώρα την ~ |
- η τέχνη δεν αντιγράφει, ανασυνθέτει τη ζωή (Varikas) |
- η φαντασία του καλλιτέχνη διαλύει και ανασυνθέτει τον κόσμο της Aνάγκης για να σαρκωθεί μέσα του η Eλευθερία (Papanoutsos) |
- (ο αναδιφητής κειμένων) διορθώνει χωρία, ανασυνθέτει μύθους, καθορίζει χρονολογίες (Kakridis) |
- ο φιλόσοφος ανασυνθέτει γενικεύοντας με την αφαίρεση (TAthanasiadis) |
- οι δυο τους προσπάθησαν να ανασυνθέσουν το οντολογικό περιεχόμενο της εσωτερικής διδασκαλίας του Πλάτωνος (Skouterop) |
- στη χημεία, στη λογική ή τα μαθηματικά .. προσπαθούμε να αναγάγουμε ένα πολύπλοκο δεδομένο στα πρωταρχικά του απλά στοιχεία και κατόπι να το ανασυνθέσουμε με βάση τα στοιχεία αυτά (Mourelos)
- ② put back together, reassemble:
- τα αποσπάσματα είναι ανίκανα να μας βοηθήσουν στο να ανασυνθέσουμε τη δομή του έργου (Kakridis, adapted) |
- οι ανασκαφές λίγο μας βοηθούν στο να ανασυνθέσουμε το ιερό έστω και στις γενικές του γραμμές (Christou) |
- (ο κυβισμός) ανάγει τις μορφές των φαινομένων στα βασικά γεωμετρικά τους σχήματα, τις αναλύει και τις ανασυνθέτει (Michelis)
- ③ to form anew, re-form, re-shape:
- ανασυνθέτουμε τη γλώσσα, για να βάλουμε στη θέση της μια γλώσσα καινούργια ή και καμιά (Panagiotop) |
- (ο Tολστόη) σχεδίαζε, έγραφε, ξανάγραφε, διόρθωνε, ανασύνθετε (id.) |
- ο καλλιτέχνης ανασυνθέτει τα στοιχεία της πραγματικότητας έτσι όπως ο εσωτερικός νόμος μιας ποιητικής ή δραματικής, μιας ζωγραφικής ή πλαστικής "ιδέας" απαιτεί και προστάζει (Papanoutsos, adapted) |
- οι Έλληνες μουσουργοί μεταχειρίζονται δημοτικά μοτίβα, όμως ακόμα δεν μπόρεσαν να ανασυνθέσουν τη δημοτική παράδοση (TAthanasiadis, adapted) [fr kath ανασυνθέτω, pres. based on subj ανασυνθέσω or cpd w. συνθέτω and simplex θέτω on the basis of subj συνθέσω and θέσω]. Cf ανασυντίθεται.
- ① make up again, recompose, reconstitute, re-synthesize: