Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναστομώνω [anastomóno] -ομαι Ρ1 : κάνω αναστόμωση.
[λόγ. αναστό μ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. anastomoser (< anasto mose = αναστόμωσις)]