Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναστάτωση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστάτωση η [anastátosi] Ο33 : 1.(για χώρο) δυσάρεστη κατάσταση, η οποία δημιουργείται από την εξαφάνιση της τάξης, την ακαταστασία: Στο σπίτι / στο διαμέρισμα υπάρχει ~ λόγω της μετακόμισης. 2. (για πρόσ.) α. δυσάρεστη κατάσταση, αναταραχή εξαιτίας αλλαγής συνθηκών ή άλλης αιτίας που διασαλεύει την προηγούμενη τάξη: H απεργία προκάλεσε ~ στις συγκοινωνίες. Οικονομική ~. Kοινωνικές / πολιτικές αναστατώσεις. β. ταραχή, έντονη συναισθηματική διέγερση: Tο βλέμμα / τηλεφώνημά του της προκαλεί ~.

[λόγ. < αρχ. ἀναστάτω(σις) `ανατροπή΄ -ση σημδ. γαλλ. bouleversement]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστάτωση [anastátosi] η,
  • ① confusion, disorder, turmoil, commotion, upheaval (syn σύγχυση, ταραχή, αναμπαμπούλα):
    • βρεθήκαμε μες στην ~ της μετακόμισης we found ourselves in the throes of moving |
    • τι ~! what a commotion! |
    • η ιστορία αυτή έφερε ~ |
    • αναστατώσεις πληθυσμών |
    • ευρύτερες πολιτικές, κοινωνικές αναστατώσεις |
    • πελώριες ιστορικές αναστατώσεις και καταστροφές |
    • τεχνητές αναστολές των ιστορικών εξελίξεων, με ~και αιματοκυλίσματα (Theotokas) |
    • οι Kνώσιοι και οι Λύττιοι .. βρίσκονταν σε διαρκή πολιτική ~ μεταξύ τους (Varelas)
  • ② turmoil, agitation, excitement (syn διαταραχή, αναταραχή):
    • ~ του οργανισμού του ανθρώπου |
    • αισθανόταν βαθύτερη ψυχική ~ |
    • ερωτήματα γεμάτα αγωνία, αποτελέσματα μιας εσωτερικής αναστάτωσης (Tsatsos) |
    • η φωνή της προσπαθούσε να μην τρέμει για να μη δείξει την ~ που γινόταν μέσα της (Venezis)

[fr LK ἀναστάτωσις, der of K ἀναστατῶ (-όω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go