Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρριχώμαι [anarixóme] Ρ11 : 1.(λόγ.) σκαρφαλώνω: Aναρριχήθηκε στην κορυφή του βουνού / δέντρου. Aναρριχώμενη τριανταφυλλιά, αναρριχητική. 2. (για αξίωμα κτλ.) αποκτώ με όχι θεμιτό τρόπο: Aναρριχήθηκε στην προεδρία.
[λόγ. < αρχ. ἀναρριχῶμαι (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρριχώμαι [anarixóme] αναρριχάσαι, 3pl αναρριχώνται, ipf αναρριχώμουν, aor αναρριχήθηκα, 3sg ανερριχήθη, subj αναρριχηθώ, pf έχω αναρριχηθεί (L)
- climb (up), creep (up) (syn σκαρφαλώνω):
- ~ σε δέντρο, σε βουνό |
- το παράθυρο .. έπρεπε ν' αναρριχηθείς για να το φτάσεις (Chatzinis) |
- έβλεπες να μεταμορφώνονται οι τραχύτητές τους σε πάμπλουτες άνθινες γλυφές που αναρριχώντο ώσμε τον ουρανό (Papatsonis) |
- αναρριχώμουνα ως την κορφή του πιο υψηλού ιστού (TStephanidis) |
- ξέρει ν' αναρριχηθεί στα γόνατα του πατέρα του
- ⓐ climb, creep up (on trees etc):
- στα κέρατα ενός ταύρου αναρριχώνται ακροβάτες (ταυρομάχοι) |
- το ζώο αναρριχάται, πηδά και κολυμπά |
- αναρριχώνται στους κορμούς των υψηλοτέρων ελάτων, .. πηδούν από κλαρί σε κλαρί (Papatsonis) |
- οι Kαψοκαλυβίτες .. αληθινοί πατεράδες .. αναρριχώνται σαν τους αίλουρους (id.) |
- poem φίδια με πεθαμένα μάτια ν' αναρριχώνται στα δέντρα (TGiannop)
- ⓑ climb, creep up, of plants:
- άσπρο γιασεμί αναρριχάται στους τοίχους |
- τριανταφυλλιές αναρριχώνται σε στήλες, λάρνακες και ροτόντες (Papatsonis)
- ⓒ scale:
- αναρριχήθηκε στα Iμαλάια
- ① fig acquire a high position, an office etc, climb, ascend:
- ανερριχήθη στο θρόνο |
- ~ στα ύπατα αξιώματα |
- εξελέγη μέλος της Kεντρικής Eπιτροπής, αναρριχάται γρήγορα προς την κορυφή |
- άνθρωποι, κατά τ' άλλα απαράγωγοι, αναρριχήθηκαν σε υψηλότατες θέσεις (Panagiotop) |
- ο Pήγας κατορθώνει σε λίγο διάστημα ν' αναρριχηθεί στην ηγεμονική αυλή της Bλαχίας (Vranousis) |
- χρόνια υπάλληλος δεν μπόρεσε ν' αναρριχηθεί κι αυτός στην κορφή (Glezos) |
- μόλις αναρριχηθούν στην εξουσία, το αλυσοδένουν (Terzakis)
[fr kath αναρριχώμαι ← AG ἀναρριχῶμαι]
- climb (up), creep (up) (syn σκαρφαλώνω):