Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπαλλοτρίωτος -η -ο [anapalotríotos] Ε5 : 1α.για κτ. που δεν το έχουν ακόμη απαλλοτριώσει: Aναπαλλοτρίωτα κτίρια εμποδίζουν τη διάνοιξη του δρόμου. β. για κτ. που, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί: Εκκλησιαστικά κτήματα που κρίθηκαν αναπαλλοτρίωτα. 2. (μτφ.) αναφαίρετος: H ελευθερία είναι αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του ανθρώπου. || (ως ουσ.) το αναπαλλοτρίωτο, η ιδιότητα του αναπαλλοτρίωτου.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναπαλλοτρίωτος· 2: σημδ. γαλλ. inaliénable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαλλοτρίωτος, -η, -ο [anapalotríotos] (L)
- untransferable, inalienable (ant απαλλοτριώσιμος, μεταβιβάσιμος):
- αναπαλλοτρίωτη περιουσία, αναπαλλοτρίωτο έδαφος |
- law αναπαλλοτρίωτο κτήμα untransferable property (estate), dead hand, mortmain |
- τα εκκλησιαστικά κτήματα ήταν αναπαλλοτρίωτα |
- η Eλλάδα είναι, έμεινε αναπαλλοτρίωτη |
- το πλέον αναπαλλοτρίωτο πράγμα θεωρείται η προσωπικότητα του ανθρώπου |
- αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα |
- μια θεωρία της δημοκρατίας και του κράτους του δικαίου τη θερμαίνει η ανθρωπιά, η πίστη στην αξία του ανθρώπου, στα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματά του, στην προκοπή του (Theotokas) |
- μερικές πολύτιμες ψυχικές και πνευματικές περιοχές απομένουν αναπαλλοτρίωτες |
- αναπαλλοτρίωτο προνόμιο, αναπαλλοτρίωτη αξία, αναπαλλοτρίωτη κατάκτηση και δωρεά, | αναπαλλοτρίωτη αλήθεια |
- οι ουρανοί ανήκαν στην αναπαλλοτρίωτη δικαιοδοσία των αστρονόμων και των ποιητών (Panagiotop) [fr K àναπαλλοτρίωτος, cpd w. *απαλλοτριωτός (this latter neol in the 19th c.
[s. Koumanoudis])]
- untransferable, inalienable (ant απαλλοτριώσιμος, μεταβιβάσιμος):



