Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναλωμένος, -η, -ο [analoménos] (L)
- spent, consumed, exhausted:
- νιάτα πρόωρα αναλωμένα |
- θεωρούν αναλωμένη πια και οριστικά εξοφλημένη τη δημιουργική του (του ανθρώπου) δύναμη (Papanoutsos)
[ppp of αναλώνω; cf AG ἀνηλωμένος]
- spent, consumed, exhausted:
- αναλώνω [analóno] -ομαι Ρ1 : διαθέτω και φθείρω τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού· (πρβ. ξοδεύω3): Aνάλωσε τη ζωή του στην υπηρεσία της επιστήμης.
[μσν. αναλώνω < αρχ. ἀναλ(ῶ) -ώνω]
- αναλώνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Kυριεύω (πόλη, κλπ.):
- (Λέοντ., Aίν. I 252).
- 2) Kαταστρέφω κ.:
- (Eρμον. A 381).
- 3) (Προκ. για χρόνο) διαγράφω, σβήνω την ανάμνηση (πράγματος):
- (Kορων., Mπούας 35).
- 4) Διαλύω (κ. σε υγρό):
- ανήλωσεν το φαρμάκι εις την κούπα και εκέρασεν τον Aλέξανδρον (Διήγ. Aλ. V 83).
- 1) Kυριεύω (πόλη, κλπ.):
- II. (Mέσ., με αιτιατ.) «ξοδεύομαι», κοπιάζω για κ.:
- (Zήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 24).
[αρχ. αναλόω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
- αναλώνω [analóno] aor ανάλωσα, subj αναλώσω, pass αναλώνομαι, aor αναλώθηκα, 3sg αναλώθηκε (& αναλώθη), subj αναλωθώ
- ① = αναλίσκω 1:
- ~ τον εαυτό μου, τη ζωή μου για την πατρίδα |
- ανάλωσε το τάλαντό του στο θέατρο |
- μερικοί ιδιοφυείς έχουν αναλώσει μια ολόκληρη ζωή στην έρευνα (Panagiotop) |
- ανάλωσε το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του ζωής για .. αυτόν τον άθλο (AVlachos) |
- για να επιτύχομε αυτό, και τις υλικές και τις ψυχικές οικονομίες μας θα αναλώσομε (Papanoutsos)
- ⓐ = αναλίσκω 1b:
- προηγήθηκε μια γυναικεία φίρμα που την κατάκτησε .. αφού την ανάλωσε |
- η αρχαιότητα είναι αθάνατη και κανείς δεν μπορεί ν' αναλώσει το νόημα και το κάλλος της (Theodorakop)
- ② pass = αναλίσκω 2:
- το Δημοτικό Συμβούλιο αναλώνεται για τα θέματα του Δήμου |
- στις φυλακές και τα νοσοκομεία .. αναλώθηκαν τόσα χρόνια της ζωής του (Roufos) |
- ο μεγάλος νους του είχε αναλωθεί στην επίπονη διανοητική εργασία τόσων ετών (Papanoutsos) |
- αυτός ο λαός είναι βέβαιον ότι θα αναλωθεί από την ιστορία, αυτόν θα τον αλέσει ο τροχός, ο μύλος της ιστορίας (Theodorakop)
[fr MG αναλώνω ← K (pap) ἀναλῶ ← AG ἀναλῶ (-όω)]
- ① = αναλίσκω 1:
- ανάλωση η [análosi] Ο33 : (λόγ.) 1. κατανάλωση: H ~ των ευπαθών προϊόντων επιτρέπεται μικρό μόνο διάστημα μετά την παραγωγή τους. 2. η ενέργεια του αναλώνω, η εξάντληση των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων ενός ατόμου, για την επιτυχία κάποιου σκοπού.
[λόγ. < αρχ. ἀνά λω(σις) `ξόδεμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. consommation, αγγλ. consumption]
- ανάλωση [análosi] η, gen αναλώσεως, pl αναλώσεις (L)
- consumption, spending, expense (syn D ξόδεμα, ant αποταμίευση):
- ~ των υπαρχόντων |
- ~ χρόνου |
- ~ εσωτερικών, ψυχοσωματικών δυνάμεων |
- ~ ψυχικού και πνευματικού αποταμιεύματος |
- ο ηλεκτρονικός εγκέφαλος επιλύει προβλήματα, που θ' απαιτούσαν ~ ζωής πολλών ανθρώπων |
- η φύση είναι σπάταλη, και για ολίγο αποτέλεσμα απαιτεί τεράστιες αναλώσεις (Dimaras) |
- ήταν οι καιροί .. όπου η ποίηση ήταν κατά το μέγιστο μέρος της, ευχάριστη ~ "ωρών σχολής" (Panagiotop) |
- με την ~ και το θάνατο ανανεώνεται η δημιουργία (Papanoutsos)
[fr MG ανάλωση ← K, PatrG ἀνάλωσις ← AG ἀνάλωσις]
- consumption, spending, expense (syn D ξόδεμα, ant αποταμίευση):
- αναλώσιμος, επίθ.
-
- Που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει:
- ουδ’ έστιν αναλώσιμον … το πεπρωμένον (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 281).
[<αόρ. του αρχ. αναλόω + κατάλ. ‑ιμος. H λ. και σήμ.]
- Που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει:
- αναλώσιμος -η -ο [analósimos] Ε5 : 1.(λόγ.) που μπορεί, που είναι κατάλληλος για να καταναλωθεί: H κονσέρβα είναι αναλώσιμη έως το τέλος του χρόνου. 2. (ως ουσ.) τα αναλώσιμα, υλικά που χρησιμοποιούνται και καταναλώνονται: Aναλώσιμα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
[λόγ. < μσν. αναλώσιμος < αναλωσ- (αναλώνω) -ιμος `που μπορεί να καταλυθεί΄ σημδ. γαλλ. consumable, consommable]
- αναλώσιμος, -η, -ο [analósimos] (L) law
- consumable, expendable (items, supplies) (syn καταναλωτικός):
- αναλώσιμα υλικά, εφόδια |
- (κόσμος) που όλο και πιο αχόρταγος γίνεται για "κατανωλωτικά" (δηλαδή αναλώσιμα) αγαθά (Xydis)
[fr kath (Koumanoudis) ← MG αναλώσιμος, der of AG ἀναλῶ (-όω); cf ανάλωσις and simplex αλώσιμος]
- consumable, expendable (items, supplies) (syn καταναλωτικός):
- ανάλωσις ‑ση η.
-
- 1) Άλωση:
- η ανάλωσις της ελεεινής Πόλης (Xρον. σουλτ. 9412).
- 2) Aναταραχή, ανακατωσούρα:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 432).
[αρχ. ουσ. ανάλωσις (L‑S). H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Άλωση: