Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακρίβεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακρίβεια η [anakrívia] Ο27 : έλλειψη ακρίβειας, λάθος ή ψέμα: Λογιστική ~. Tο σύγγραμμά του περιέχει πολλές ανακρίβειες. H κατάθεση του μάρτυρα ήταν γεμάτη αντιφάσεις και ανακρίβειες.

[λόγ. ανακριβ(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. inexactitude]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακρίβεια [anakrívia] η, (L)
  • inaccuracy, untruth, falsehood, misstatement (near-syn αναλήθεια, ψεύδος):
    • είπε ανακρίβειες |
    • το βιβλίο, το έργο, το άρθρο είναι γεμάτο ανακρίβειες |
    • ανακρίβειες ειπώθηκαν από δημόσιο βήμα |
    • αθώα, κακόβουλη, ιστορική ~ |
    • η ~ της καταγγελίας, της βεβαιώσεως, των κατηγoριών |
    • πέφτει σε (πολλές, φοβερές) ανακρίβειες |
    • παραθέτω πολλές παραλείψεις και ανακρίβειες |
    • δεν μου αρέσει η ~ των γενικεύσεων (Tsatsos) |
    • γνώριζε την ~ του κληρονομητηρίου (Christidis AK)

[neol (Koumanoudis), der fr MG ανακριβής as ακρίβεια fr ακριβής; cf αναλήθεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες