Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγελώ· αναελώ· ανεγελώ.
-
- (Eνεργ. και μέσ.) περιγελώ, κοροϊδεύω:
- αναγέλασε τα λόγια του (Xρον. σουλτ. 3812· Διγ. Άνδρ. 36331).
[αρχ. αναγελάω. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Eνεργ. και μέσ.) περιγελώ, κοροϊδεύω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγελώ [anayeló] &, ναγελάω, αναγελάς, ipf αναγελούσα & αναγέλαγα, αναγέλαε, aor αναγέλασα, subj αναγελάσω, pass αναγελιέμαι, aor αναγελάστηκα, subj αναγελαστώ
- ① mock at, ridicule, scoff (syn εμπαίζω L, κοροϊδεύω, περιγελώ, περιπαίζω, L χλευάζω):
- μην αναγελάς, γιατί θ' αναγελαστής |
- τους αναγελούν και τους πομπεύουν |
- όλους τους κατηγορούσε και τους αναγελούσε |
- τον αναγέλασε ο σύγαμπρός του |
- αυτοί αναγελούσαν τα γράμματα |
- prov έκατσε (or βγήκε) η πομπή στις στράτες κι αναγέλα τους διαβάτες about a person ridden w. faults and yet ridiculing others for theirs |
- αναγέλαε το σακάτη κι άντρα τον επήρε |
- αναγελούμε δεκοχτώ και μας γελούνε χίλιοι |
- και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν' αναγελάση τους άλλους (Solom) |
- έξω από τη μόδα οι γυναίκες καταφρονούν κι αναγελούν κάθε άλλο δείξιμο (Palam) |
- ο Όμηρος μένει αδιάφορος και αναγελάει υπέροχα κάθε προσπάθειά μας να ιστορήσουμε το πρόσωπό του(Theodorakop) |
- folks. θα πάη στα πεθερικά και τον αναγελάνε (Arcadia; DPetrop) |
- poem και τα τέκνα του αφανίζουν | και την πίστη αναγελούν (Solom) |
- κορδώθη ο Nείλος κι αναγέλασε τον καρδιομάχο ακρίτα (Kazantz Od 11.844) |
- ... κ' οι μνηστήρες σύνταξαν στο σπίτι τα τραπέζια | και λόγια αγγιχτικά του πέταγαν και τον αναγελούσαν (Homer Od 2.323 Kaz-Kakr)
- ② acquire or have a gay, agreeable (facial) expression:
- ― την βρήκες; μου λέει κι αναγελούσε το στρογγυλό και κοκκινόξανθο μούτρο του (Sfakianakis) |
- πρόβαλε ο ήλιος κι αναγέλασε ο γιαλός (Petsalis) |
- η λαμπροφορούσα μέρα αναγελάει απάνω στο γιαλό κι απάνω στις ραχούλες (id.) |
- folks. τα μάτια κι αν εδάκρυζαν, η όψη αναγελούσε
[fr MG αναγελώ ← AG]
- ① mock at, ridicule, scoff (syn εμπαίζω L, κοροϊδεύω, περιγελώ, περιπαίζω, L χλευάζω):