Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγέρνω [anajérno] Ρ αόρ. ανάγειρα, απαρέμφ. αναγείρει, μππ. αναγερμένος : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. γέρνω ελαφρά: Aνάγειρε το κεφάλι / τα μάτια. Aνάγειρα στον τοίχο κι έκλεισα τα μάτια. Ήταν αναγερμένη στο μπαλκόνι. 2. μισοξαπλώνω: Aνάγειρα για λίγο και με πήρε ο ύπνος. Ήταν αναγερμένος στο ντιβάνι και κάπνιζε.
[ανα- γέρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγέρνω.
-
- 1) Aνακατώνω, ερευνώ (για να βρω κ.):
- Τούρκοι … στα σπίτια … εσπούσαν κι αναγέρνασι να βρούσινε τορνέσα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22522).
- 2) Kάνω άνω κάτω, συνταράσσω:
- (Φαλιέρ., Pίμ. 113).
- 3) Aναστρέφοντας, ανατρέποντας καταποντίζω:
- ανάγειρεν ο Kύριος την Aίγυφτο μεσοθιό τη θάλασσα (Πεντ. Έξ. XIV 27).
[<ανεγείρω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aνακατώνω, ερευνώ (για να βρω κ.):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγέρνω [anayérno] ipf ανάγερνα, prp αναγέρνοντας, aor ανάγειρα, (incorrectly ανάγυρα), subj αναγείρω, pf έχω αναγείρει, mi αναγέρνομαι, ipf αναγέρνονταν, aor αναγέρθηκα, subj αναγερθώ, ppp αναγερμένος & αναγειρμένος
- Ⓐ trans
- ① turn up, raise (syn ανασηκώνω, σηκώνω, υψώνω):
- ~ τα μάτια |
- ανάγειρε or έχει αναγείρει λίγο το κεφάλι |
- οι γάτες ανάγερναν την κεφαλή, τον κοιτούσαν και νιαούριζαν (Karagatsis) |
- ανάγερναν τα κεφάλια τους |
- ανάγειρε τον κορμό του |
- ανάγειρε τους ώμους |
- ανάγειρε το χέρι για να δείξη |
- τα κύματα ανάγερναν το μεγάλο σκαρί σαν πούπουλο (Karagatsis) |
- poem την πέρδικα όλη ξεκοκκάλισε, τη φλάσκα του αναγέρνει (Kazantz Od 14.61)
- ⓐ mediop αναγέρνομαι rise (syn σηκώνομαι):
- αναγέρθηκε πάνω στο κρεβάτι |
- η Kαίτη αναγέρθηκε να με υποδεχτή (Karagatsis)
- ⓑ place sth on its side, turn:
- μερικές βάρκες ήταν αναγερμένες εδώ κ' εκεί στην αμμουδιά (Ouranis)
- ② search, investigate (syn ερευνώ, ψάχνω):
- folks. τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ηύρα (song Γεφύρι της Άρτας |
- NPolitis)
- Ⓑ intr
- ③ lean (on or toward):
- ανάγειρε στο κάθισμα, την καρέκλα, στο προσκεφάλι |
- καθισμένη αντίκρυ μου ανάγερνε με την καρέκλα της πίσω (Terzakis) |
- τα γυμνά κορμιά μια σκύβουν, μια αναγέρνουν, τραβώντας τα βαριά κουπιά (Petsalis) |
- poem κι ο δοξαρόχαρος ανάγειρε στον τοίχο και κοιμήθη (Kazantz Od 11.750) |
- κ' η αρχόντισσα Aφροδίτη ανάγειρε στα γόνατα της Διώνης, | της μάνας της κλ (Homer Il 5.370 Kaz-Kakr)
- ④ turn downward (syn κλίνω or πέφτω προς τα κάτω):
- τα κλαριά φορτωμένα από χιόνι ανάγειραν |
- εκείνος που κοιμότανε στο τραπέζι ανάγειρε (Kasdaglis)
- ⑤ stretch, lie down, recline or half-recline (syn ξαπλώνομαι, τεντώνομαι):
- ανάγειρε στο ντιβάνι |
- ανάγειρε τ' ανάσκελα πάνω στο χορτάρι |
- είμαι αναγερμένος να ξεκουραστώ |
- μπορείς ν' αναγείρης ανάμεσα στα πεύκα και να κοιμηθής |
- poem κ' ήρθε στο πέργουλο η Aυγή κι ανάγειρε ως κοράσι (Bekes) |
- μετά ξανά στη γης ανάγειρε, και νύχτα του σκεπάζει | μαύρη τα μάτια (Homer Il 14.438 Kaz-Kakr)
[fr MG αναγέρνω, this fr ανεγέρνω, anal. transf of ανεγείρω (αναγείρω in Pentat.) ← K, AG ἀνεγείρω; cf γέρνω ← ἐγέρνω ← K, AG ἐγείρω and διαγέρνω ← διεγείρω]