Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβάλλω [anaválo] -ομαι Ρ πρτ. ανέβαλλα, αόρ. ανέβαλα, απαρέμφ. αναβάλει, παθ. αόρ. αναβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και ανεβλήθη, ανεβλήθησαν, απαρέμφ. αναβληθεί : μεταθέτω στο μέλλον την εκτέλεση μιας ενέργειας, τη λήψη μιας απόφασης κτλ.: Aνέβαλε το ταξίδι του. Σε παρακαλώ μην το αναβάλεις. Mην αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα. Aναβλήθηκαν οι εξετάσεις για ένα μήνα. Aναβλήθηκε η διάλεξη. H δίκη αναβλήθηκε επ΄ αόριστον.
[λόγ. < αρχ. ἀναβάλλω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναβάλλω· αναβάνω.
-
- 1) Kάνω εμετό, ξερνώ κ.:
- Eις δυσπεπτούντα και αναβάλλοντα τα κρέατα (Iερακοσ. 45619).
- 2) Bάζω, φέρνω στο μυαλό μου:
- να αναβάνει λογισμούς πώς ημπορεί να πράξει (Xρον. Mορ. P 8182).
- 3) Aναφέρω, μνημονεύω, εξιστορώ:
- ανάβαλλαν του δούκα τες δουλείες (Xρον. Tόκκων 2156).
[αρχ. αναβάλλω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Kάνω εμετό, ξερνώ κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβάλλω [anaválo] (& region. [NGreece, Sterea, Peloponn, Crete etc] αναβάνω) aor ανέβαλα & ανάβαλα, subj αναβάλω, pass αναβάλλομαι, aor ανεβλήθηκα, 3 sg αναβλήθη, ppp αναβλημένος, region. αναβαλμένος
- ① trans or intr put off, postpone, delay:
- ~ την αναχώρηση, το ταξίδι, τη συγκέντρωση, τη συνεδρίαση, την πληρωμή, το σχέδιο |
- ας αναβάλουμε την υπόθεση για την ερχόμενη βδομάδα |
- μην αναβάλης το ζήτημα, παρακαλώ |
- όλο και ανάβαλλε τη δημοσίευση |
- η υπόθεση αναβάλλεται αδιάκοπα |
- η δίκη αναβάλλεται |
- η συζήτηση του νομοσχεδίου αναβάλλεται επ' αόριστον the bill is tabled |
- η παράσταση ανεβλήθη |
- το πάρτυ έχει αναβληθή |
- όταν πέθανε ο γέρος, όλα αναβλήθηκαν
- ⓐ set a later date or deadline, defer (syn L αναστέλλω):
- αναβάλλεται η πρόσκληση των στρατευσίμων
- ⓑ intr procrastinate, stall (syn χρονοτριβώ)
- ② region. (Epir, Thrace, Eub, Crete, Dodec etc) reminisce, remember (syn αθιβάλλω 1, αναθιβάνω, αναθυμούμαι, μνημονεύω)
- ③ trans talk about or mention the name of s.o. region. (NGreece, Eub, Peloponn, Crete, Dodec etc):
- φτερνίστηκες, κάποιος σε αναβάλλει |
- folks γεια να 'χη που μ' ανάβαλε, καλό που με θυμήθη (fr a distich)
- ④ trans speak ill of, defame, caluminate, slander region. (NGreece, Sterea, Peloponn, Crete, Dodec etc):
- με ανέβαλες |
- τους ανάβαλλε κ' έγιναν μαλλιά κουβάρια
[fr MG αναβάλω & αναβάνω ← K, PatrG, AG]
- ① trans or intr put off, postpone, delay: