Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήκεστος -ος / -η -ο [aníkestos] Ε17 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση ~ / ανήκεστη βλάβη, που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανεπανόρθωτη: Προκλήθηκε ~ βλάβη στην υγεία του.
[λόγ. < αρχ. ἀνήκεστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήκεστος, -η, -ο [anícestos] (L)
- incurable, irreparable (synL ανίατος, αθεράπευτος, ant L θεραπεύσιμος):
- οι γιατροί γνωμάτευσαν ανήκεστη βλάβη |
- αποφυλακίστηκε λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του |
- μας παρηγορεί και μας στηρίζει για να αντέχουμε ευκολότερα στις ανήκεστες θλίψεις της υλικής καιρικότητας (Tsatsos) |
- poem μα ω πεπρωμένο ανήκεστο (Athanas)
[fr kath ανήκεστος ← K, AG, cpd of pref ἀν- & AG ἀκεστός (: ἀκέομαι)]
- incurable, irreparable (synL ανίατος, αθεράπευτος, ant L θεραπεύσιμος):



