Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανήθικα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανήθικα [aníθika] adv
  • immorally (ant ηθικά):
    • ενεργώντας ~ πάνω στη γη, ο Σωκράτης δε θα έχει, όταν πεθάνει, καλή απολογία μπροστά στους νόμους του Άδη (Platis)

[der of ανήθικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go