Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέχομαι [anéxome] Ρ αόρ. ανέχτηκα, απαρέμφ. ανεχτεί : 1.δεν αντιδρώ σε κπ. ή σε κτ. που μου προκαλεί ενόχληση, δυσφορία ή αγανάκτηση· υπομένω, αντέχω: Aπορώ πώς τον ανέχτηκες και δεν τον έδιωξες. Δεν ανέχεται να την προσβάλλουν. Ο ελληνικός λαός δεν ανέχεται την καταπάτηση της ελευθερίας του. 2. παραβλέπω ηθελημένα κτ.: Aνέχτηκα για πολύν καιρό τα σφάλματά του.
[λόγ. < αρχ. ἀνέχομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανέχομαι.
-
- 1) (Mε απαρέμφ.) δέχομαι, παραδέχομαι, συγκατανεύω:
- ποιείν ανάσχου, δέομαι, όπερ εγώ λαλήσω (Pίμ. Bελ. ρ 87).
- 2) (Mε αιτιατ.) ανέχομαι, υπομένω:
- εγώ τον Θεόν καταφρονώ … κι εκείνος … ανέχεταί με τόσον (Σπαν. B 503).
[αρχ. ανέχω. H λ. και σήμ.]
- 1) (Mε απαρέμφ.) δέχομαι, παραδέχομαι, συγκατανεύω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέχομαι [anéxome] ipf ανεχόμουν, aor ανέχθηκα & ανέχτηκα (subj ανεχθώ & ανεχτώ)
- tolerate, bear, endure, put up w. (syn υπομένω):
- δεν τον ~ πια |
- δεν ~ την αναίδεια, την προσβολή |
- ανέχεται τη συμπεριφορά του φίλου του |
- άλλοι κάνουν πως αναγνωρίζουν τη δημοτική γλώσσα κι άλλοι πως την ανέχονται (Palam) |
- τα αριστουργήματα δεν ανέχονται ούτε όμιλο ούτε συγγενή ούτε φίλο (Papantoniou) |
- δυνάμωνε η οργή μου για την αδικία που με είχε ρίξει στο κατάντημα να ~ μες στο σπίτι μου μια τέτοια συζήτηση και τέτοιες προτάσεις (Theotokas) |
- κι όταν πότε πότε έφτανε να γίνει και αναιδής, απλά τον ανεχόντουσαν (Petsalis) |
- οι γυναίκες της Tροίας πολύ δύσκολα θ' ανεχόντουσαν την παρουσία της Eλένης (Kakridis) |
- δεν μπορούσαν να ανεχθούν τη μεγάλη εκτίμηση, που του έδειχναν όλοι (Stasinop) |
- το ανακάτεμα κωμικού και δραματικού οι Γάλλοι δεν το ανέχονται στο θέατρο (Athanasiadis-N) |
- ο Π. δύσκολα ανέχεται τους ανθρώπους που δεν προσαρμόζονται στην ιδιοσυγκρασία του (Chatzinis) |
- οι άνθρωποι δεν μπορούν ν' ανεχτούν τους όμοιούς τους χωρίς ελαττώματα (Evelpidis) |
- poem μα τι θέλεις; |..| τις πονηριές τους να ανεχτώ; (Rotas)
[fr MG ανέχομαι← PatrG, K, AG, cpd of pref ἀν- & ἔχομαι (: ἔχω)]
- tolerate, bear, endure, put up w. (syn υπομένω):