Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέκκλητος -η -ο [anéklitos] Ε5 : (νομ.) που δεν είναι δυνατή η ακύρωσή του· οριστικός, τελεσίδικος. ANT εφέσιμος: Aνέκκλητη απόφαση.
[λόγ. < ελνστ. ἀνέκκλητος `αναμφισβήτητος΄ σημδ. γαλλ. sans appel]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέκκλητος, -η, -ο [anéklitos] (L)
- irretrievable, irrevocable, irreversible, unrepealable (syn αμετάκλητος,:
- ανέκκλητη απόφαση, κρίση, συμφωνία, καταδίκη, ποινή, προσταγή, χρεωκοπία |
- ανέκκλητο παρελθόν, γεγονός, πεπρωμένο, τέλος |
- η συμφορά θα είναι οριστική και ανέκκλητη (Papanoutsos) |
- είχε προαισθανθεί το ανέκκλητο μήνυμα (Venezis) |
- οι γνώμες του ήταν αυστηρές, αμερόληπτες, ανέκκλητες (Terzakis) |
- έδωσαν στο επεισόδιο διαστάσεις τρομερής κι ανέκκλητης καταστροφής (Tachtsis) |
- πραγματοποιώ την τέχνη μου απ' την ανέκκλητη εσωτερική εντολή (TAthanasiadis) |
- η ποίηση του τάδε είναι σημαδεμένη απ' την ανέκκλητη προσέγγιση του αργού θανάτου (KSKonstas) |
- poem .. μέρες της απειλής και της νύχτας | ανέκκλητες χωρίς αύριο (Patrikios) |
- χωρίς καν απλή βράδυνση απ' την ανέκκλητη ώρα (Anagnostakis)
[fr kath ανέκκλητος ← AG ἀνέκκλητος, cpd of pref αν- & AG ἔκκλητος]
- irretrievable, irrevocable, irreversible, unrepealable (syn αμετάκλητος,:



