Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέκδοτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέκδοτος -η -ο [anékδotos] Ε5 : (για κείμενα, έργα, επιστολές κτλ.) που δεν έχει εκδοθεί ή δημοσιευτεί: Aνέκδοτο χειρόγραφο / μυθιστόρημα / ποίημα / διήγημα. || (ως ουσ.) το ανέκδοτο*.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέκδοτος, αρχ. σημ. (θηλ.): `ανύπαντρη΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέκδοτος, -η, -ο [anék∂otos] (& Skipis ανέγδοτος) (L)
  • unpublished, unedited (syn αδημοσίευτος, ant δημοσιευμένος, εκδομένος):
    • ~ λόγος, ανέκδοτη εργασία, ανέκδοτο χειρόγραφο, έργο |
    • ανέκδοτα μνημεία |
    • δημοσιευμένα και ανέκδοτα διηγήματα |
    • άφησε ανέκδοτο έναν μικρό διάλογο (Dimaras) |
    • το ποίημα τούτο είναι σαν ανέκδοτο (Palam) |
    • poem .. και με πύρινη φωνή | το ανέγδοτό του ποίημα μού απαγγέλνει (Skipis)

[fr K, AG ἀνέκδοτος, cpd of pref αν- & AG ἔκδοτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες