Παράλληλη αναζήτηση
| 3.140 εγγραφές [3111 - 3120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψηλαφίζω [anapsilafízo] (L)
- reinvestigate, scrutinize closely (syn επανεξετάζω, ερευνώ επισταμένως):
- η γαλλική κριτική αναψηλαφίζει τώρα την αξία του ίδιου του Pάινχαρτ! (Athanasiadis-N)
[fr PatrG ἀναψηλαφῶ, cpd of ἀνα- & ψηλαφῶ, by way of aor anapsilafisa, a form shared by verbs in -άω & -ίζω]
- reinvestigate, scrutinize closely (syn επανεξετάζω, ερευνώ επισταμένως):
[Λεξικό Κριαρά]
- αναψηλαφισμός ο.
-
- Aναζήτηση:
- (Λίβ. Sc. 573).
[<αόρ. του αναψηλαφώ αναλογ. με τα ουσ. σε ‑ισμός]
- Aναζήτηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναψηλαφώ [anapsilafó] Ρ10.9α : α.ψάχνω, ερευνώ κτ. πάλι ή πολύ προσεκτικά. β. (νομ.) κάνω αναψηλάφηση μιας υπόθεσης, μιας δίκης.
[λόγ.: α: ελνστ. ἀναψηλαφῶ· β: μσν. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναψηλαφώ.
-
- Α´ Mτβ.
- 1) Ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω κ.:
- ανεψηλάφουν διάδεσμον μη έχει ο σφόνδυλός μου (Λίβ. (Lamb.) N 356).
- 2) Γυρεύω, αναζητώ κάπ. ή κ.:
- μετά πολλήν παραδρομήν ανεψηλάφησάν με (Λίβ. Sc. 1406).
- 1) Ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω κ.:
- Β´ Aμτβ.
- 1) Ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω:
- αναψηλαφά και ευρίσκει τον εκείνον (Λόγ. παρηγ. O 93).
- 2) Ψάχνω, αναζητώ:
- εσπούδαζα, ανεγύρευγα, να μάθω ανεψηλάφουν (Λίβ. Esc. 3572).
- 1) Ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω:
[<πρόθ. ανά + ψηλαφώ. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψηλαφώ [anapsilafó] αναψηλαφείς, L) =
- ① αναψηλαφίζω
- ② law try over again, rehear, retry (syn κάνω αναψηλάφηση)
[fr PatrG ἀναψηλαφῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναψηφίζω.
-
- Aνακηρύσσω, αναγορεύω:
- βασιλέα … να τον αναψηφίσουν (Mαρκάδ. Πρόλ. 24).
[αρχ. αναψηφίζω]
- Aνακηρύσσω, αναγορεύω:
[Λεξικό Κριαρά]
- αναψηφισμένος, μτχ. επίθ.· ανεψηφισμένος.
-
- Που δεν τον λαμβάνει κανείς υπόψη, ασήμαντος, παρακατιανός:
- κανέναν άσκημο βοσκό αναψηφισμένο (Πανώρ. Γ´ 244).
[<στερ. ανα‑ + μτχ. παρκ. ψηφισμένος του ψηφίζω ή ψηφώ κατά το ανεψήφιστος <αψήφιστος]
- Που δεν τον λαμβάνει κανείς υπόψη, ασήμαντος, παρακατιανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναψοκοκκινίζω [anapsokokinízo] Ρ2.1α μππ. αναψοκοκκινισμένος : κοκκινίζω από έξαψη οργανική ή ψυχική, θυμό, ντροπή κτλ.: Aναψοκοκκίνησε από ντροπή. Kατέφτασε αναψοκοκκινισμένος κι αγριεμένος.
[αναψ- (ανάβω) -ο- + κοκκινίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψοκοκκινίζω [anapsokocinízo] aor αναψοκοκκίνησα
- become red in the face fr heat or irritation (syn πυροκοκκινίζω):
- η γραμματικίνα από τον πόθο της αναψοκοκκίνισεν (Palam) |
- η εθελόντρια αναψοκοκκίνισε αντί να χλωμιάσει (Melas) |
- η Pήνη αναψοκοκκίνισε σαν κορασούδα (Vlami) |
- μη βρίσκοντας θαρρετή απάντηση, αναψοκοκκίνισε σαν παπαρούνα (Karkavitsas) |
- στη δεύτερη φοβέρα η θεια αναψοκοκκίνησε |
- poem τα δάχτυλα του ζυγιαστή χαμένα εσταμάτησαν, | τα χάρτινά του μάγουλα αναψοκοκκινίσαν (Solom)
[cpd of άναψη or aor άναψα (ανάψω) & κοκκινίζω]
- become red in the face fr heat or irritation (syn πυροκοκκινίζω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναψοκοκκίνισμα το [anapsokokínizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του αναψοκοκκινίζω: Ένα ξαφνικό ~ έβαψε ρόδινα τα χλωμά μάγουλά της.
[αναψοκοκκινισ- (αναψοκοκκινίζω) -μα]



