Παράλληλη αναζήτηση
| 3.140 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλητικά [anavlitiká] adv
- dilatorily, procrastinatingly (syn L αναβλητικώς)
[der of αναβλητικός2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβλητικός -ή -ό [anavlitikós] Ε1 : 1.που συνήθ. αναβάλλει, που μεταθέτει στο μέλλον ό,τι θα έπρεπε να κάνει αμέσως: ~ άνθρωπος. 2α. που μπορεί να επιφέρει αναβολή, να μεταθέσει την εκτέλεση μιας πράξης: Aναβλητικοί λόγοι. Aναβλητική τακτική. β. (νομ.) αναβλητική ένσταση, που επικαλείται νομική ή άλλη αιτία για την αναβολή της εκδίκασης μιας υπόθεσης.
[λόγ. αναβλη- (θ. του αναβάλλω) -τικός (2β: σημδ. γαλλ. d΄ajournement)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλητικός1 [anavlitikós] ο,
- procrastinator:
- ο ονειροπόλος και ο ~ βρίσκονται ολότελα έξω από το ρυθμό της καθημερινής ζωής (Panagiotop) |
- προπάντων με το διαβολικό κι αλύπητο ξεκάμπισμα των αναβλητικών, με την τεχνική τους ενοχοποίηση στα μάτια των Tούρκων, ο Παπαφλέσας κατάφερε να της αφαιρέση (της λογικής και της φρονιμάδας) όλο το έδαφος (Melas)
[substantiv. of αναβλητικός2]
- procrastinator:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλητικός2, -ή, -ό [anavlitikós]
- procrastinating, delaying, dilatory, of persons, things and actions:
- άνθρωπος φύσει ~ |
- είμαι ~ be a procrastinator |
- εκείνοι αποφασιστικοί, τούτοι αναβλητικοί (Kakridis transl of Thuc 1.70) |
- η ιδέα πως μπορούσε με το διαζύγιο να τη χάση τον έκανε δισταχτικό, αναβλητικό και δυστυχισμένο (Xenop) |
- αναβλητικά εμπόδια |
- λόγοι αναβλητικοί |
- αναβλητική μέθοδος dilatory method |
- αναβλητική τακτική dilatory tactics |
- law αναβλητική ένσταση dilatory exception, e.g. η πώληση με δοκιμή λογίζεται πως γίνεται με την αναβλητική αίρεση πως θα την εγκρίνη ο αγοραστής (Christidis AK) |
- η σύμβαση έγινε με αναβλητική αίρεση (ib) |
- αναβλητικό κώλυμα είναι ότι δεν επιτρέπεται να συνάψη γάμο η γυναίκα πριν περάσουν δέκα μήνες από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του προηγούμενου γάμου της (ib)
[fr MG αναβλητικός, as warranted by adv αναβλητικώς (Eustathius)]
- procrastinating, delaying, dilatory, of persons, things and actions:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβλητικότητα η [anavlitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αναβλητικού.
[λόγ. αναβλητικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλητικότητα [anavlitikótita] η,
- temporization, dilatoriness, procrastination (near-syn χρονοτριβή ~):
- η ~, η διστακτικότητα, η αμφιταλάντευση προδίδουν την έλλειψη δύναμης γι' αυτήν τη θυσία (sc της παραίτησης από άλλες πράξεις) και την υπεύθυνη εγκατάλειψη (Tsatsos) |
- ο Σουρής μαστίγωσε τη μοιρολατρεία, την τεμπελιά και την ~ (Peranthis)
[neol, der of αναβλητικός2]
- temporization, dilatoriness, procrastination (near-syn χρονοτριβή ~):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλητικώς [anavlitikós] adv (L) = αναβλητικά,
- q.v.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβλύζω [anavlízo] Ρ αόρ. ανάβλυσα και ανέβλυσα, απαρέμφ. αναβλύσει & αναβρύζω [anavrízo] Ρ αόρ. ανάβρυσα και ανέβρυσα, απαρέμφ. αναβρύσει : για νερό ή για άλλο υγρό το οποίο, καθώς πηγάζει, αναπηδά προς τα πάνω: Aπό την πηγή / από το βράχο άρχισε να αναβλύζει πεντακάθαρο νερό. Πετρέλαιο ανάβλυσε από το νέο πηγάδι. || (επέκτ.): Tο αίμα αναβλύζει με ορμή από την κομμένη αρτηρία. Ο ιδρώτας του ανάβλυζε ποτάμι. Aνάβλυσαν δάκρυα από τα μάτια του. || (μτφ.): Ένας χείμαρρος από λέξεις ανάβλυσε από το στόμα του.
[λόγ. < αρχ. ἀναβλύζω· ελνστ. ἀναβρ(ύω) μεταπλ. -ύζω με βάση το συνοπτ. θ. αναβρυσ- κατά το σχ.: ποτισ- (πότισα) - ποτίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναβλύζω.
-
- 1) (Προκ. για πηγή ή ποταμό) βγάζω νερό με ορμή:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1889), (Διγ. Gr. 1790).
- 2) (Προκ. για υγρό) πετιέμαι επάνω:
- θερμού αναβλύζοντος αίματος (Iερακοσ. 35614).
[αρχ. αναβλύζω. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πηγή ή ποταμό) βγάζω νερό με ορμή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλύζω [anavlízo] ipf ανάβλυζε & (L) ανέβλυζε, aor ανάβλυσε & (L) ανέβλυσε, pf έχει αναβλύσει
- Ⓐ intr
- ① gush forth, break forth, spring, jet, bubble up, well up (syn αναβρύζω):
- το νερό αναβλύζει από την πηγή (or αποκάτω or από το βράχο κλ) |
- το νερό αναβλύζει σε κατάσταση βρασμού the water bubbles up boiling hot |
- στην εκσκαφή των θεμελίων ανέβλυσε νερό |
- δυο πηγές ανάβλυζαν μέσ' από βράχους (Ouranis) |
- τα Λουτρά Yπάτης ανάβλυσαν το 427 π.X. ύστερα από σεισμό (Varelas) |
- από σκοτεινή σπηλιά αναβλύζει αγίασμα (id.) |
- το ποτάμι αναβλύζει ανάμεσα σε δυο χωριά |
- από την καταβόθρα κάποια αμίλητα νερά νεραϊδικά αναβλύζουν (Vlachogiannis) |
- poem ο καταχωνιασμένος ποταμός ανάβλυσε και πάλι (Sikel) |
- ... όπως | ανάβλυσε η Iπποκρήνη απ' του Πηγάσου | την αστραπή (Xydis)
- ② well (up), break (out), emerge (of tears, sweat, sobs, blood etc):
- κάποιο δάκρυ ανάβλυσε στα μάτια του |
- δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια του |
- στο μέτωπό του ανάβλυζε κιόλας ο κρύος ιδρώτας της αγωνίας (Terzakis) |
- από την πληγή αναβλύζει άφθονο αίμα a lot of blood gushes or spurts fr the wound |
- ξάφνω το αίμα αναβλύζει από το στόμα του σαν από ανάβρα (Petsalis)
- ③ fig come up, come to the surface, emerge, surge forth, well (up), break (out):
- ο εσωτερικός κόσμος του Kαζαντζάκη ήταν εκρηκτικός κι ανέβλυζε ορμητικός (Thrylos) |
- οι ελάχιστοι θρησκευτικοί στίχοι του Σολωμού δεν έπειθαν ότι ανάβλυσαν από ψυχή φλογερού πιστού (Karagatsis) |
- poem φλόγες του πέρα κόσμου, πυροφάνια | πάνω στην άνοιξη που σήμερα αναβλύζει (Seferis)
- ⓐ of emotions (grief, tenderness, gratitude, joy, laughter etc):
- ευτυχία (τρυφερότητα, μια λύπηση) αναβλύζει απ' την ψυχή μου |
- αγάπη και χαρά αναβλύζουν μέσα στην ψυχή του |
- απ' τα μάτια του ανάβλυζε μια καλοσύνη παιδιού |
- ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης αναβλύζει μέσα μου |
- οι θρήνοι αναβλύζουν από τις δακρύρροες πηγές της καρδιάς (Chourmouzios) |
- έξαφνα αναβλύζει στη συλλογική μας συνείδηση κ' ένα δυνατό αίσθημα ανασφάλειας και φόβου (Theotokas)
- ⓑ of sound, voice etc:
- η πρώτη φωνούλα του παιδιού ανάβλυσε στη Bηθλεέμ (Christidis) |
- από κάποια μυστική πηγή της ψυχής του ανέβλυσε ο ήχος κάποιου ηρωικού τραγουδιού (Petsalis) |
- poem φωνή στα στήθη Eλπίδος σού αναβλύζει, ω πονούσα ψυχή μου (Papatsonis) |
- θερμή η φωνή του ανάβλυζε απομέσα του (Xydis)
- ⓒ of light:
- αναβλύζει το φως της Σαντορίνης απ' τα ένδον (Venezis) |
- poem τώρα το φως του φεγγαριού αναβλύζει, | κυλώντας αργυρόηχα στον καθρέφτη μέσα (Melissanthi)
- ④ emerge, result fr, derive:
- η ζωή αναβλύζει ορμητικά |
- το καλλιτεχνικό έργο αναβλύζει από τη ζωή |
- από τους δικούς τους κόλπους αναβλύζουν οι ασχημίες |
- η χάρη του ταξιδιού αναβλύζει απ' το απρόβλεπτο |
- από τους ίδιους ανθρώπους αναβλύσανε οι πιο ηρωικές εξάρσεις (Thrylos) |
- η επιστήμη είναι ενότης και πηγή γνώσεως, η οποία αναβλύζει από μια βασική ιδέα (Theodorakop) |
- η φιλοσοφία αναβλύζει από την ανθρώπινη φύση (Theodoridis) |
- το "πρέπει", το "δέον" αναβλύζει εκ των κάτω, από τη φύση των πραγμάτων (Tsatsos) |
- μέσ' απ' όλα αυτά αναβλύζει ο λυρισμός (Dimaras) |
- η δύναμη του τέρπειν αναβλύζει από την γραφίδα του (Psathas) |
- συγκινήσεις και συναισθήματα αναβλύζουν από την τέχνη (Mourelos)
- Ⓑ trans let, or cause sth to, gush forth, pour forth:
- η πηγή αναβλύζει δροσερό νερό the spring pours forth cool water |
- πηγές αναβλύζουν εξίσου σωτήριο το αγίασμα σε ισάριθμα πλήθη πιστών όλης της οικουμένης (Papatsonis) |
- η πετρώδης ελληνική γη δεν εννοεί να αναβλύση ούτε σταγόνα πετρέλαιο (Kyriakidis)
- ⓓ let or cause to bring forth, let or cause to emerge or produce:
- η ψυχή ανάβλυσε χαρά |
- poem ... εδώ κ' εκεί τ' αηδόνια | ανάβλυζαν τις τρίλιες τους και γλύκαιναν την πλάση (Athanas)
[fr MG αναβλύζω ← K, PatrG ← AG]



