Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάχωμα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάχωμα το [anáxoma] Ο49 : κατασκευή από χώματα που φράζει, εμποδίζει κτλ.: Ένα ψηλό ~ εμπόδιζε τα νερά να πλημμυρίσουν. Tο ~ έκρυβε την είσοδο του οχυρού.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάχωμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάχωμα [anáxoma] το,
  • ① mound, bank, embankment:
    • οδικό ~ |
    • το ~ του δρόμου, της τάφρου, της σιδηρογραμμής |
    • ~ γύρω στο περιβόλι, στο αμπέλι |
    • ο δείνα έφτασε πρώτος στην κορφή του αναχώματος |
    • ενίσχυση των αναχωμάτων |
    • το ~ ενός χωραφιού πλάι στο δρόμο |
    • πρέπει να σκαρφαλώσεις μέσα από αναχώματα, προεξοχές του απότομου εδάφους ανάμεσα σε σπίτια (Floros) |
    • poem .. και πήγαν | στο τείχος του Hρακλή, | που ~το στέριωνε μπρος πίσω (Homer Il 20.145 Kaz-Kakr)
  • ② dike, dam, levee:
    • προστατευτικό ~ |
    • δημιούργησαν ~ στην όχθη του ποταμού |
    • κατασκευάζεται ~ στη λιμνοθάλασσα |
    • πρόχειρα αναχώματα |
    • επισκευάστηκαν και θα αντέξουν τα αναχώματα |
    • έβαλε κι έχτισαν ~ στο σημείο όπου παίρνει στροφή ο Ξεριάς (name of a river) (Petsalis)
  • ⓐ fig obstacle, hindrance:
    • οι δημοκρατικές δυνάμεις αποτελούν το μοναδικό ~ εναντίον του κομμουνιστικού κόμματος

[fr MG ανάχωμα ← K, AG ἀνάχωμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναχωματίζω [anaxomatízo] Ρ2.1α : συσσωρεύω χώμα, για να καλύψω όρυγμα ή για να φτιάξω ανάχωμα.

[λόγ. < μσν. αναχωματίζω < αναχωματ- (ανάχωμα) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναχωματισμός ο [anaxomatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναχωματίζω· αναχωμάτωση.

[λόγ. < ελνστ. ἀναχωματισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναχωμάτωση η [anaxomátosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναχωματίζω· αναχωματισμός.

[λόγ. *αναχωμάτισις < αναχωματι- (αναχωματίζω) -σις και μεταπλ. -ισις > -ω(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναχωμάτωση [anaxomátosi] η, pl αναχωματώσεις (L)
  • fill (of dirt), landfill (syn επίχωση, ant εκχωματισμός):
    • μεταφέρθηκαν χιλιάδες κυβικά μέτρα γης για αναχωματώσεις (Varelas)

[fr MG αναχωμάτωσις, der of *αναχωματώ (-όω); cf also MG syn αναχωματίζω and MG αναχωματισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες