Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάσσω [anáso] (L)
- reign (over), rule (over) (syn βασιλεύω):
- γλυκιά που είναι η ζωή όταν ανάσσεις σε χώρα που λικνίζεται σε κύμα ευημερίας (Palaiologos)
[fr K, AG ἀνάσσω]
- reign (over), rule (over) (syn βασιλεύω):