Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάπτυξη η [anáptiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπτύσσω. 1. το να δίνουμε σε κτ. μεγαλύτερη έκταση: (στρατ.) ~ του μετώπου / της παράταξης. ~ των δυνάμεων. (μαθημ.) ~ κύβου / πυραμίδας / κώνου. ~ αλγεβρικής παράστασης, δημιουργία άλλης ισοδύναμης αλλά εκτενέστερης. 2α. σταδιακή δημιουργία: ~ δραστηριότητας. (φυσ.) ~ μαγνητικού πεδίου. (γλωσσ.) ~ συμφώνου / φωνήεντος, δημιουργία του ανάμεσα σε δύο φωνήεντα ή σύμφωνα αντιστοίχως. β. σταδιακή αύξηση ή βελτίωση: ~ ταχύτητας. ~ του πολιτισμού / μιας θρησκείας. Πνευματική / ηθική ~. H ~ της γεωργίας / της βιομηχανίας / του εμπορίου / των μεταφορών. || (οικον.) η οικονομική ανάπτυξη: Θεωρίες για την ~. Παράγοντες / κεφάλαια / τράπεζα / ρυθμοί αναπτύξεως. Tοπική / περιφερειακή ~. Προγραμματισμένη ~. Xώρα υπό ~. || ~ των μικροοργανισμών / φυτών / ζώων. ~ του σώματος / των μελών του σώματος. Σωματική / πνευματική ~. Είναι / βρίσκεται κάποιος στην ~, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κυρίως αυτή συμβαίνει. Φτάνει κάποιος σε τέλεια ~. || (βιολ.): Στάδια / διαταραχές της ανάπτυξης. Φυσιολογική / πρόωρη / υπερβολική ~. 3. λεπτομερής περιγραφή ή ανάλυση ενός θέματος: ~ των ιδεών / σκέψεων / επιχειρημάτων κάποιου. ~ ενός συστήματος ιδεών.
[λόγ. < αρχ. ἀνάπτυξις `ξεδίπλωμα, εξήγηση΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. développement]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάπτυξη [anáptiksi] η, gen ανάπτυξης & αναπτύξεως, pl αναπτύξεις (L)
- ① unfolding, development:
- εξάσκηση στην ~ της ταχύτητας των δρομέων |
- ~ νέων εθνών |
- ~ ενός σχεδίου unfolding of a plan |
- ~ του μύθου (σε μυθιστόρημα) development of the plot
- ② biol etc process of growth, growing, evolution, development (syn μεγάλωμα):
- πλήρης ~ full growth |
- πρόωρη ~ premature growth |
- ~ των παιδιών |
- έχει ~ το παιδί (syn μεγαλώνει) |
- anthrop στην Eλλάδα έχουμε ~ του αναστήματος (Poulianos) |
- πρόγραμμα αναπτύξεως development program or project |
- κοινωνική ~ |
- βιομηχανική ~ (syn ~ της βιομηχανίας) |
- ~ του εμπορίου promotion of trade |
- ~ των ανταλλαγών μεταξύ των δύο χωρών |
- χώρα στο στάδιο της αναπτύξεως (Angelop) |
- η υπό ανάπτυξη χώρα developing country (syn αναπτυσσόμενη χώρα)
- ⓐ of mind, education, literature, arts, culture etc:
- ~ του ατόμου, ~ του πολίτη |
- νοητική, λογική ~ |
- πνευματική ~ |
- καλλιτεχνική ~ |
- θεατρική, δραματική, μουσική ~ |
- λογοτεχνική ~ |
- ~ του (συγχρόνου) πολιτισμού |
- ~της ιστορικής συνειδήσεως |
- ~της παιδείας |
- τα στάδια της αναπτύξεως της σκέψης
- ③ analytical exposition, analysis, treatment, expatiation (syn διαπραγμάτευση, έκθεση):
- προφορική ~ των απόψεών μας |
- ~ του θέματος |
- εδημοσίευσε σύντομη ~ του ίδιου θέματος |
- το θέμα επιδέχεται (σηκώνει) ευρύτερη ~ |
- το ζήτημα απαιτεί μακρά τεκμηριωμένη ~ (Papanoutsos)
- ⓑ pl αναπτύξεις οι, lengthy critical discussion or exposition, elucidative analysis:
- αναπτύξεις στον ποιητικό λόγο |
- οι κριτικές μου δεν είναι παρά αναπτύξεις δικών μου προβλημάτων από αφορμή μερικών έργων (Tsatsos) |
- θεωρία με σχολαστικές και κουραστικές αναπτύξεις |
- η μυθολογία και η ιστορία στο βιβλίο παρουσιάζονται με αυτοτελείς κ' εκτενείς αναπτύξεις (Sachinis) |
- μεγάλες αναπτύξεις διαβάζουνται μονάχα από τους ειδικούς (Theotokas)
- ⓒ journ spread (of a story)
- ④ milit deployment, extending, expansion (of the formation lines by reducing their depth):
- ~ μιας μονάδος deployment of a unit |
- δε θα σταθήτε ουδέ στιγμή· απόβαση, ~, επίθεση! το ένα ξοπίσω απ' τ' άλλο (Petsalis)
- ⑤ ling, gramm origination of a sound between consonants, anaptyxis, e.g. AG àνδρός fr *àνρός, ModG καπινός fr καπνός
[fr AG (Aristotle) and K ἀνάπτυξις 'opening; explanation; etc']
- ① unfolding, development: